ΘΕΜΑ | ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ κ.Δ. ΚΟΥΣΕΛΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ |
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ | 11/4/2006 |
ΤΥΠΟΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ | Ομιλία |
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ κ.Δ. ΚΟΥΣΕΛΑ Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, Έχει γίνει πλέον καθεστώς η κατάθεση τροπολογιών άσχετων με το περιεχόμενο των νομοσχεδίων που συζητάμε. Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι εδώ δεν πρόκειται περί κάποιων εξαιρέσεων. Έχουμε συνηθίσει την Παρασκευή το μεσημέρι -και μάλιστα όταν κατατίθενται οδηγίες για ενσωμάτωση τους στο εσωτερικό μας δίκαιο- να κατατίθενται, κύριε Υπουργέ, μια, δυο ή και τρεις τροπολογίες. Την προηγούμενη φορά είχαμε κατάθεση έξι τροπολογιών στον κορμό μιας Οδηγίας και μάλιστα τροπολογιών πολύ σοβαρών, όπως αυτές που αφορούσαν το ξεθεμελίωμα του ασφαλιστικού των τραπεζοϋπαλλήλων μέσα από την κατεδάφιση των ασφαλιστικών τους ταμείων και των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων. Φαίνεται ότι δεν θέλετε την διαφάνεια, ότι σας αρέσει να δουλεύετε στο φως της νύχτας, φαίνεται ότι δεν θέλετε τους κοινωνικούς φορείς και τον κοινωνικό διάλογο. Διαφορετικά, δεν εξηγείται αυτή η συστηματική αιφνιδιαστική κατάθεση σοβαρών τροπολογιών σε νομοσχέδια και οδηγίες. Έτσι, και στο παρόν νομοσχέδιο έχουμε την κατάθεση δυο τροπολογιών, η μια από τις οποίες αφορά την προσθήκη άλλης μιας γενικής γραμματείας. Εκεί που μέχρι σήμερα λέγατε ότι υπάρχει γραφειοκρατία στο δημόσιο και πρέπει να την αντιμετωπίσουμε, ότι πρέπει να απλουστεύσουμε τις διαδικασίες, φτιάχνετε άλλη μια γενική γραμματεία, χρεώνετε τον κρατικό προϋπολογισμό με 550.000 ευρώ το χρόνο συν 100.000 ευρώ την εφάπαξ καταβολή που θα κάνετε και την ίδια ώρα αρνείστε μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό να καταβάλετε στα ασφαλιστικά ταμεία 1.800.000.000 ευρώ, τα οποία χρωστάτε και είναι οι θεσμοθετημένες υποχρεώσεις του κράτους απέναντι στα ασφαλιστικά ταμεία. Αυτή είναι η πολιτική σας. Γι’ αυτήν την τροπολογία θα τα πούμε επί της ουσίας, όταν έρθει η ώρα. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, Καλούμαστε μέσα από το σημερινό νομοσχέδιο να συζητήσουμε ένα εξαιρετικά εξειδικευμένο τεχνικό κείμενο με δυσνόητους μέχρι και αμετάφραστους λατινικούς νομικούς όρους. Δεν έχουμε εικόνα της εμβέλειας και των πιθανών συνεπειών από την εφαρμογή του και θα περιμέναμε τουλάχιστον μια αναλυτική έκθεση από την Τράπεζα της Ελλάδος με παράθεση αντίστοιχων εθνικών και διεθνών εμπειριών γύρω από το ζήτημα, για τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν, καθώς και μια εκτίμηση για το αν αυτή η Οδηγία -και επομένως το σχέδιο νόμου, το οποίο συζητάμε- συντελεί στην αντιμετώπιση των υφιστάμενων προβλημάτων. Σε μία αντιπαραβολή που έκανα με τα αντίστοιχα άρθρα της Οδηγίας προκύπτει ότι ουσιαστικά το σχέδιο νόμου αναπαράγει σχεδόν επί λέξει τις διατάξεις της, με την προσθήκη ορισμένων διευκρινίσεων για τα ήδη ισχύοντα. Ένα κλασσικό ερώτημα είναι: Γιατί υπήρξε τόσο μεγάλη καθυστέρηση στην ενσωμάτωση αυτής της Οδηγίας, αφού δεν είχαμε την παραμικρή νομοθετική ή νομική προστιθέμενη αξία σε αυτήν την υπόθεση; Αντίθετα, αυτό που είδαμε ήταν να υπάρχουν ελλείψεις και ανεπάρκειες στις νομοτεχνικές προσθήκες που κάνατε και ευτυχώς λάβατε υπόψη σας την έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, για μια πολύ βασική παράλειψη στο άρθρο 4, την οποία σας είχαμε επισημάνει και κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή. Το σχέδιο νόμου θα το ψηφίσουμε από τη στιγμή που αφορά την ενσωμάτωση Ευρωπαϊκής Κοινοτικής Οδηγίας. Υπάρχουν, όμως, μια σειρά από μεγάλα ερωτηματικά, τα οποία περιμένουν απάντηση. Με δεδομένο ότι σύμφωνα με τη συγκεκριμένη Οδηγία, μόνες αρμόδιες να κινήσουν διαδικασίες εξυγίανσης ή εκκαθάρισης είναι οι αρχές της χώρας της έδρας, με ποιον τρόπο διασφαλίζονται οι καταθέτες και οι πιστωτές σε άλλες χώρες-μέλη, όπου λειτουργούν υποκαταστήματα ενός προβληματικού πιστωτικού ιδρύματος, σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές της χώρας προέλευσης σκόπιμα αμελούν ή καθυστερούν να κινήσουν τέτοιες διαδικασίες; Μιλάμε δηλαδή για τις περιπτώσεις έμμεσου προστατευτισμού. Έχουν όλες τα ίδια κριτήρια, τα ίδια συμφέροντα και τους ίδιους κανόνες ή μηχανισμούς εντοπισμού και διαχείρισης τέτοιων διαδικασιών; Μέσα από ποιους πρόσθετους μηχανισμούς μπορεί να διασφαλισθεί κάτι τέτοιο; Δεύτερο. Πέρα της υποχρέωσης αμοιβαίας ενημέρωσης των αρχών των κρατών-μελών, υπάρχει κάποιος κεντρικός ελεγκτικός μηχανισμός σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να ελέγχει τα κριτήρια και τις αντίστοιχες αποφάσεις των εθνικών εποπτικών αρχών για να μην εφαρμόζονται τελείως ανομοιογενείς ή αθέμιτες πρακτικές; Υπάρχει κάποιος πίνακας με τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν έδρα την Ελλάδα και υποκαταστήματα σε άλλες χώρες-μέλη, καθώς και για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών που εμπίπτουν στο πεδίο ισχύος της Οδηγίας, ώστε να έχουμε μία εικόνα, σχετικά με το εύρος εφαρμογής αυτής της Οδηγίας στη χώρα μας; Τέλος, θα ήθελα, κύριε Υπουργέ, να θέσω ένα πολύ ουσιαστικό ζήτημα, το οποίο πηγάζει από τη σημαντική εμπειρία μου στον τραπεζικό τομέα. Από τη στιγμή που μιλάμε για εξυγίανση, πείτε μας πώς οι ελεγκτικές αρχές της χώρας μας ελέγχουν τους ισολογισμούς των τραπεζών, ώστε οι ισολογισμοί αυτοί να είναι αντικειμενικοί. Η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι οι ισολογισμοί αυτοί σε μεγάλο βαθμό προσαρμόζονται στη βούληση και τις σκοπιμότητες της εκάστοτε διοίκησης. Και χρησιμοποιούνται γύρω από αυτό το ζήτημα διάφοροι μηχανισμοί. Είτε ο μηχανισμός προβλέψεων για επισφάλειες, είτε ο μηχανισμός καταλογισμού ή όχι επιτοκίων σε μια σειρά από μεγέθη. Για παράδειγμα, κύριε Υπουργέ, έχουμε περιπτώσεις, όπου μετά από την αλλαγή των διοικήσεων παρουσιάζεται το φαινόμενο ο ισολογισμός της χρήσης που ανήκει στην προηγούμενη διοίκηση να παρουσιάζεται ή να βγαίνει σχεδόν κόκκινος και ο επόμενος ισολογισμός σε διάστημα ενός χρόνου να παρουσιάζει πελώρια κέρδη, χωρίς εν τω μεταξύ να έχει μεσολαβήσει μια ουσιαστική εξέλιξη. Δηλαδή, μια τράπεζα που παρ’ ολίγο να γίνει προβληματική, εμφανίζεται πλέον με υψηλή κερδοφορία. Φαίνεται, δηλαδή, καθαρά εδώ και το είδαμε πρόσφατα -υπάρχει σχετική ερώτηση στη Βουλή- στην περίπτωση της Αγροτικής, ότι υπάρχουν στοιχεία μαγειρέματος στον ισολογισμό των τραπεζών. Υπάρχουν στοιχεία που θα δουν το φως της δημοσιότητας, όπου το μαγείρεμα αυτό βοήθησε και βοηθάει, πέραν των άλλων, προκειμένου να καλυφθούν ελλείμματα του ίδιου του κρατικού προϋπολογισμού και ιδιαίτερα από επιχειρήσεις σαν την Αγροτική που ελέγχονται από το κράτος. Το μεγάλο, λοιπόν, ερώτημα -και κλείνω με αυτό κύριε Πρόεδρε- επειδή συζητάμε ένα νομοσχέδιο για τον έλεγχο και την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων, είναι αν υπάρχουν στην ουσία διαδικασίες και μέτρα εξυγίανσης προκειμένου το νομοσχέδιο αυτό να πάρει σάρκα και οστά και τα άρθρα του να μη μείνουν κενά περιεχομένου. Πιστεύω -και τελειώνω με αυτό- ότι δεν υπάρχουν τέτοια μέτρα και δεν υπάρχουν τέτοιες διαδικασίες γιατί η Κυβέρνηση, δυστυχώς, δεν έχει ούτε την πολιτική βούληση, αλλά ούτε και την ικανότητα να ελέγξει τις τράπεζες. Τις διευκόλυνε, τις διευκολύνει και τις υπηρετεί. Δεν εξηγείται διαφορετικά η στάση της και η συμπεριφορά της για το πιστωτικό σύστημα. Σας ευχαριστώ πολύ. |