ΘΕΜΑ | ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ κ. ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΣΕΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΕΤΟΥΣ 2004. |
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ | 17/12/2004 |
ΤΥΠΟΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ | Ομιλία |
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ κ. ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΣΕΛΑ Ως φαίνεται, η Κυβέρνηση δεν κατάφερε να κάνει πράξη τη δέσμευση του τότε εισηγητή της Ν.Δ. και σημερινού Υφυπουργού κ. Γιακουμάτου, στην περσινή συζήτηση για τον Κοινωνικό Προϋπολογισμό (Κ.Π) του 2003, ότι θα σταματήσει η εσφαλμένη –θα συμφωνήσω μαζί του- πρακτική να συζητάμε τον Κοινωνικό Προϋπολογισμό στο τέλος, αντί για την αρχή της χρονιάς στην οποία αναφέρεται. Περιμένουμε αυτό να γίνει πράξη με τον Κ.Π. του 2005, που εύλογο είναι να κατατεθεί μέχρι τον προσεχή Μάρτιο… Οι Υπουργοί που προλογίζουν τον Κ.Π που σήμερα συζητάμε, τονίζουν ότι σ’ αυτόν «διαφαίνεται η προσπάθεια της Κυβέρνησης για σταδιακή αναδιάρθρωση των δημοσίων δαπανών, με στόχο την ανάδειξη του Κοινωνικού χαρακτήρα του Κράτους». ‘Όμως οι παραπάνω ισχυρισμοί των Υπουργών είναι ανακριβείς. Ο Κοινωνικός Προϋπολογισμός του έτους 2004, που αναμφίβολα είναι ο πιο ενισχυμένος των τελευταίων ετών, δεν αναδεικνύει την κοινωνική ευαισθησία της σημερινής, αλλά εκείνη της προηγούμενης Κυβέρνησης. Καταρτίστηκε με βάση τις δικές της επιλογές και με τα δεδομένα του δικού της Κρατικού Πρ/σμού του 2004. Είναι γνωστό πως υπάρχουν πολλές αδυναμίες, προβλήματα και υστερήσεις της Κοινωνικής Πολιτικής, σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες του λαού μας. Κι εμείς που ανήκουμε στη μεγάλη προοδευτική και σοσιαλιστική παράταξη δεν μπορούμε ποτέ να εφησυχάζουμε. ‘Οσα και να διαθέσουμε στους κορυφαίους για την κοινωνική ευημερία και συνοχή τομείς της Κοινωνικής Ασφάλισης και προστασίας, της υγείας και των κοινωνικών παροχών, δεν θα είναι ποτέ αρκετά! Ο Κ.Π. που συζητάμε σήμερα περιέχει πλούσιο υλικό δεδομένων και, όπως έχει αποδειχθεί και από ανάλογες συζητήσεις κατά το παρελθόν, επιδέχεται πολλές διαφορετικές αναγνώσεις και ερμηνείες. Ανάλογα με το αν κανείς θέλει να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο. Και ανάλογα με τις βασικές παραδοχές που κάνει. Η δική μας παράταξη στηρίζει το κοινωνικό κράτος. Και το έχει αποδείξει, γιατί αυτή το έχτισε και το ανέπτυξε από το 1981 και μετά. Με λάθη και αδυναμίες, ναι. Με προβλήματα, σίγουρα. Τουλάχιστον, δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι το ξήλωσε, όπως κάποιοι επικριτές της, που μάλλον έχασαν την ιστορική τους μνήμη, ανακαλύπτοντας όψιμα την «ακόμα καλύτερη» κοινωνική πολιτική, που ακόμα περιμένουμε να τη δούμε! Εμείς ταχθήκαμε υπέρ του δημόσιου, καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα της Κοινωνικής Ασφάλισης, σε ένα σύγχρονο και οργανωμένο σύστημα κύριας και επικουρικής ασφάλισης. Υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας και κατά της εμπορευματοποίησής της. Διαχωρίσαμε τη θέση μας από όσους θα ήθελαν το Κράτος σε ρόλο Πόντιου Πιλάτου, απέναντι σε μια κοινωνία πολλών ταχυτήτων και έντονων ανισοτήτων, δέσμιο των ορέξεων και των επιταγών της αγοράς, ένα συρρικνωμένο κράτος-ελεημοσύνης για τους κοινωνικά ασθενέστερους. Θέσαμε υψηλούς στόχους, κάναμε σημαντικές αλλαγές (όπως φαίνεται και από τα διαχρονικά στοιχεία αυτού του Κ.Π.) στην οργάνωση, τη χρηματοδότηση, στο θεσμικό πλαίσιο της Κοινωνικής Ασφάλισης, στις υποδομές και στα δεδομένα της δημόσιας υγείας, στις παροχές πρόνοιας για τους ανέργους, τους χαμηλοσυνταξιούχους, τα ΑΜΕΑ, τους πολυτέκνους κ.α. Κάναμε σημαντικά βήματα. ‘Όχι όσα θα θέλαμε. ‘Όχι όσα χρειάζονται για να λυθούν τα προβλήματα, να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις και στις ανάγκες των πολιτών σε κάθε γωνιά της χώρας. Αλλά δεν πρέπει να μηδενίζουμε τα πάντα. Ας τα δούμε στην πραγματική τους διάσταση, με τα θετικά και τις αδυναμίες τους και ας συζητήσουμε με ποιους πόρους, με ποιους τρόπους και με ποιες προτεραιότητες θα πετύχουμε τις βελτιώσεις και τις τομές, που σήμερα απαιτεί η κοινωνία. Πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι, ανάγκες, προβλήματα, ποιοτικά δεδομένα, αναγκαστικοί περιορισμοί και κρίσιμης σημασίας πολιτικές επιλογές. Πριν λοιπόν οι συνάδελφοι της συμπολίτευσης ασκήσουν την κριτική τους για τα κακώς κείμενα στο χώρο της κοινωνικής ασφάλισης, της υγείας και της κοινωνικής προστασίας επί ΠΑΣΟΚ, πλειοδοτώντας (όπως έγινε πέρυσι) σε υποσχέσεις για «τομές και υπερβάσεις», καλό θα ήταν να ετοιμαστούν να συγκρίνουν το κάθε μέγεθος που περιέχεται σ’ αυτό το βιβλίο, με τα μεγέθη που οι ίδιοι θα παρουσιάσουν, στο δικό τους Κοινωνικό Προϋπολογισμό του έτους 2005. Εκεί θα δούμε κατά πόσον ασκείται μια ουσιαστικά καλύτερη κοινωνική πολιτική, κατά πόσον όντως ανακουφίζονται οι ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες και βελτιώνεται η καθημερινότητα των πολιτών, εάν πράγματι προωθείται από τη σημερινή Κυβέρνηση η πραγματική σύγκλιση και ένα «ακόμα καλύτερο» κοινωνικό Κράτος. Τα μέχρι σήμερα πεπραγμένα της και τα μεγέθη του Προϋπολογισμού που έφερε στη Βουλή, ελάχιστα συνηγορούν για κάτι τέτοιο, αφού ο Πρ/σμός της Κυβέρνησης για το 2005 προβλέπει, μεταξύ άλλων: - αύξηση των συντάξεων μόνο κατά 4% έναντι του 2004, ενώ με βάση αυτόν τον Κ.Π. οι αντίστοιχες δαπάνες αυξήθηκαν κατά 14% το 2004. Επομένως, καμιά δραστική τομή από τη νέα Κυβέρνηση, ώστε να ξεπεραστεί το πρόβλημα με τις κατώτατες και τις μέσες συντάξεις, που είναι καταφανώς ανεπαρκείς για σημαντικότατο κομμάτι των συνταξιούχων. - αύξηση του ΕΚΑΣ κατά 15-20 ευρώ το 2005, έναντι 42-55 ευρώ το 2004, αύξηση που η Ν.Δ. είχε χαρακτηρίσει «ψίχουλα». Κατά τις εξαγγελίες της, θα έπρεπε να έχουμε αύξηση 22,5 ευρώ εφέτος, για να φτάσει το ΕΚΑΣ στα 230 ευρώ το μήνα από τα 140, όπως δεσμεύτηκε. Κι ακόμα περιμένουμε τη ρύθμιση, για να μη μειωθεί ο αριθμός των δικαιούχων, από το αρμόδιο Υπουργείο! - αντί για αύξηση στις συντάξεις των αγροτών κατά 32 ευρώ το μήνα, όπως υποσχέθηκε η Κυβέρνηση, οι πιστώσεις για τον ΟΓΑ επαρκούν για αύξηση μόνο 17 ευρώ το 2005! - καμία πίστωση για την καταβολή επιδόματος στις οικογένειες με 3 παιδιά, ενώ οι πιστώσεις για επιδόματα οικογενειών με 4 παιδιά είναι μειωμένες κατά 4 εκ. ευρώ σε σχέση με το 2004. - στασιμότητα αν όχι υποχώρηση των δαπανών υγείας, ως ποσοστό του ΑΕΠ (2,77% του ΑΕΠ έναντι 2,8% το 2004, καμιά σχέση με τις υποσχέσεις για 5% του ΑΕΠ), με χαρακτηριστικό την αύξηση πιστώσεων για εφημερίες στα νοσοκομεία μόλις κατά 2%, ποσοστό που δεν καλύπτει ούτε τη στοιχειώδη ετήσια ωρίμανση των αντίστοιχων αμοιβών, πόσο μάλλον νέα κονδύλια για προσλήψεις νέου και αναγκαίου προσωπικού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το Νοσοκομείο της Καλαμάτας, για το οποίο πρόσφατα κατέθεσα Ερώτηση. ‘Ετσι υποσκάπτουμε το δημόσιο χαρακτήρα της Υγείας. Εξαναγκάζουμε τους πολίτες να αναζητήσουν «διέξοδο» στις ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό κομμάτι των δαπανών υγείας, το υψηλότερο ίσως της Ε.Ε-25, να καλύπτεται από τα ίδια τα νοικοκυριά, ανεξάρτητα εάν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Και είναι γνωστό πως τα περισσότερα δεν την έχουν! Δεν θα σας κουράσω με τα πολυάριθμα δεδομένα του Κοινωνικού Προϋπολογισμού, που κανονικά θα απαιτούσαν άλλη διαδικασία και μεγαλύτερα χρονικά περιθώρια συζήτησης. Θα περιοριστώ στην ενδεικτική επισήμανση ορισμένων σημαντικών, κατά τη γνώμη μου, θεμάτων, που πρέπει να μας απασχολήσουν. ‘Όπως τόνισαν και οι προηγούμενοι ομιλητές, η βελτίωση των σημαντικότερων μεγεθών του Κοινωνικού Προϋπολογισμού έτους 2004 έναντι εκείνων του 2003, είναι σημαντική. Ενδεικτικά αναφέρω ότι: - Οι δαπάνες για κοινωνική προστασία, ως ποσοστό του Ακαθ. Εγχώριου Προϊόντος, ήταν: ¨ το 1970 13,57% του ΑΕΠ ¨ το 1980 13,98% του ΑΕΠ ¨ το 1990 19,22% του ΑΕΠ ¨ το 1993 18,49% του ΑΕΠ ¨ το 2000 19,83% του ΑΕΠ ¨ το 2004 φθάνουν το 22,6% του ΑΕΠ, τείνοντας πλέον προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. - Το πλεόνασμα των κυριότερων φορέων κοιν. Ασφάλισης, που υπάγονται στο Υπ. Απασχόλησης και κοιν. Προστασίας από 367 εκατ. ευρώ το 1993, φθάνει σήμερα το 1,408 δις ευρώ. - Η κρατική επιχορήγηση, από 29 εκ. ευρώ το 1993, είναι σήμερα 1,499 δις ευρώ (αύξηση κατά 51,6 φορές!) . - Η βασική σύνταξη του ΟΓΑ, από 44 ευρώ το 1993 και 126,7 ευρώ το 2000, είναι σήμερα 201 ευρώ, αυξήθηκε δηλαδή πάνω από 3,5 φορές σε σχέση με το 1993, με μέση ετήσια αύξηση 15%. - Το ΕΚΑΣ αυξήθηκε από 33,5 ευρώ το 1996, σε 141 ευρώ το 2004, δηλ. πάνω από το τριπλάσιο, με μέση ετήσια αύξηση 20%. - Η περιουσία των ασφαλιστικών ταμείων από 3,8 δις ευρώ το 1993 ή 5,3% του ΑΕΠ, αυξήθηκε το 2003 σε 21,82 δις ευρώ ή σε 14,4% του ΑΕΠ. -Η διαχρονική εξέλιξη της κοινωνικής εισφοράς σε κάθε κλάδο ασφάλισης είναι σταθερά ανοδική, με επιτάχυνση από το 1995 και μετά. Χωρίς να υποτιμάμε τις ελλείψεις και τις αδυναμίες της κοινωνικής μας πολιτικής, σε σχέση με τις αντικειμενικές ανάγκες κοινωνικής προστασίας, πρέπει να παραδεχθούμε πως η χώρα μας έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου, που δεν πρέπει να ακυρωθούν, στο όνομα της όποιας «δημοσιονομικής στενότητας» ή της «απόσυρσης» του Κράτους από τους κρίσιμους τομείς της Υγείας και της Κοινωνικής Ασφάλισης. Επιτρέψτε μου, όμως, να εστιάσω την παρέμβασή μου σε δυο δεδομένα του Κ.Π, που αξίζουν την προσοχή και τον προβληματισμό μας: α) Στο σύνολο των εσόδων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, οι εισφορές των εργαζομένων αντιστοιχούν στο 33,06%, των εργοδοτών σε 30,17% , η κοινωνική εισφορά σε 26,39% (άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης από το Κράτος, με 76,05% κρατικές επιχορηγήσεις και 23,95% του ποσού αυτού από λοιπούς κοινων. πόρους), η συμμετοχή του κράτους (Ν.2084/92) σε 3,87%, οι πρόσοδοι περιουσίας σε 4,6% και τα διάφορα έσοδα σε 1,91% . ‘Όμως, όπως είναι γνωστό, στο μεγαλύτερο ασφαλιστικό οργανισμό, το ΙΚΑ, οι εισφορές εργοδοτών σε σχέση με εκείνες των εργαζομένων είναι, κανονικά, 2 προς 1. Αναλογία που δεν αντανακλάται στη συνολική κατανομή των εσόδων, όπου οι εργοδότες εμφανίζουν, τελικά, μικρότερη συμμετοχή στα έσοδα από τους μισθωτούς! Πιστεύω πως το παράδοξο αυτό οφείλεται στην εκτεταμένη εισφοροδιαφυγή, από την οποία χάνονται τουλάχιστον 3 δις το χρόνο, χώρια τα 2 δις ευρώ που επίσημα χρωστούν οι επιχειρήσεις στο ΙΚΑ! Εάν, όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα, 20% του ελληνικού ΑΕΠ προκύπτει από «μαύρη» εργασία, οι πόροι που χάνονται για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, για την κοινωνική πολιτική, είναι τεράστιοι. Και όμως, τέτοιες συμπεριφορές ήρθε να επιβραβεύσει το πρόσφατο σ/ν του Υπ. Απασχόλησης, με τις χαριστικές ρυθμίσεις για τους οφειλέτες του ΙΚΑ, σε βάρος όσων εργοδοτών δεν καταχρώνται τις εισφορές των εργαζομένων και καταβάλλουν και τις δικές τους εισφορές κανονικά. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας (16-12-2004), παρατηρείται πρόσφατα και εκτεταμένη ηλεκτρονική εισφοροδιαφυγή στο ΙΚΑ. Εργοδότες παίρνουν ασφαλιστική ενημερότητα δηλώνοντας μόνο το 10-50% των αναλογούντων στις εργατικές και εργοδοτικές εισφορές ποσών. Το ηλεκτρονικό σύστημα του ΙΚΑ δεν έχει, όπως αρχικά προβλεπόταν, αναβαθμιστεί, γιατί δεν εγκρίθηκε από τη σημερινή Κυβέρνηση πίστωση για το σχεδιαζόμενο έργο. ‘Ετσι είναι αδύνατη οποιαδήποτε διασταύρωση και έλεγχος των ηλεκτρονικών δηλώσεων! β) Η σχέση ασφαλισμένων και συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (φορείς Κ.Α που υπάγονται στο Υπουργείο Απασχόλησης) ήταν, στις 31-8-2003 1,79 προς 1. Η σχέση αυτή βελτιώνεται ελαφρά, εξακολουθεί όμως να τορπιλίζει τη μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος. Αυτό οφείλεται κυρίως σε δημογραφικούς λόγους, που πλήττουν ολόκληρη την Ευρώπη. Η σχέση αυτή μπορεί και πρέπει άμεσα να βελτιωθεί με: ¨ περιορισμό της ανασφάλιστης εργασίας, λ.χ. των οικονομικών μεταναστών, που είναι νέοι σε ηλικία και ξεπερνούν το 1.000.000 στη χώρα μας. ¨ δραστική αντιμετώπιση των πρακτικών πρόωρης συνταξιοδότησης, με τις οποίες οι επιχειρήσεις (λ.χ. Τράπεζες, με προεξάρχουσες, πρόσφατα, την ΕΤΕ και την Εμπορική) «ξεφορτώνονται» ακριβούς γι’ αυτές εργαζόμενους και στελέχη, επιβαρύνοντας τα αντίστοιχα ταμεία, σήμερα και στο μέλλον. ¨ καταπολέμηση της «μαύρης εργασίας», στην έκταση της οποίας ήδη αναφέρθηκα ¨ διασφάλιση σταθερής απασχόλησης, διότι οι περισσότερες «ευέλικτες» μορφές εργασίας (ορισμένου χρόνου, έργου, δανεισμός εργαζομένων, μερικής απασχόλησης) είναι ασταθείς, ασυνεχείς και εξόχως προβληματικές, τόσο από άποψη επάρκειας και συνέχειας της καταβολής των αντίστοιχων εισφορών στα ταμεία, όσο και για την εξασφάλιση πλήρους και αξιοπρεπούς σύνταξης για τον εργαζόμενο. Αξιολογώντας συνολικά τον Κ.Π. έτους 2004, δεν ισχυριζόμαστε ότι έγιναν θαύματα. Ούτε πως ξεπεράστηκαν οι πολλαπλές ελλείψεις και αδυναμίες στους διάφορους τομείς της κοινωνικής πολιτικής, στις συντάξεις, στις υποδομές και στις παροχές υγείας, στις παροχές πρόνοιας, στα επιδόματα ανεργίας, στις οικογενειακές παροχές. Οι ανάγκες της κοινωνίας συνεχώς εξελίσσονται. Το ίδιο πρέπει να βελτιώνεται και η πολιτική μας. Φθάσαμε όμως σε καλύτερα επίπεδα, τα οποία αποτελούν τον πήχυ, με τον οποίο καλείται να συγκριθεί η σημερινή Κυβέρνηση. Γι’ αυτό θεωρώ –και οι αριθμοί το αποδεικνύουν- ότι ο Κ.Π. του 2004, που συντάχθηκε από την προηγούμενη Κυβέρνηση και αντανακλά τις επιλογές της είναι συνολικά θετικός. ‘Αλλωστε, στον Πρόλογό της τον επαινεί και η σημερινή πολιτική ηγεσία… Κατά πόσον η σημερινή Κυβέρνηση θα μπορέσει να τον ξεπεράσει, με καλύτερες λύσεις, ρυθμίσεις και παροχές, δεν θα κριθεί από τις κριτικές της στο παρελθόν. Θα κριθεί από τη συγκεκριμένη δουλειά της για το σήμερα και το αύριο του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα, από την πιστή τήρηση των αντίστοιχων δεσμεύσεών της απέναντι στον ελληνικό λαό. |