ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ | 1/2/2003 |
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 1 Φεβρουαρίου 2003
Μιλώντας στο παρελθόν για ανταγωνιστικότητα, οι περισσότεροι αναλυτές αναφέρονταν σε μια μονοδιάστατη σχέση κόστους-τιμής αγαθών και υπηρεσιών, συγκρίνοντάς τη με αντίστοιχα δεδομένα της τοπικής, της εθνικής και της διεθνούς αγοράς. Σήμερα, στην εποχή της διεθνοποίησης, της Πληροφορίας, της Γνώσης και της Νέας Οικονομίας, έχουν αλλάξει ριζικά τόσο οι όροι τοποθέτησης του προβλήματος, όσο και οι προϋποθέσεις επιτυχούς αντιμετώπισής του. ‘Εχει πλέον δειχθεί ότι νικητές στην κούρσα της ανταγωνιστικότητας δεν είναι αυτοί που παράγουν τα πιο φθηνά και ανώνυμα προϊόντα, αλλά: Νικητές μεσομακροπρόθεσμα από την όξυνση του ανταγωνισμού θα αναδειχθούν : · οι κοινωνίες συλλογικής ευημερίας, που βελτιώνουν αντίστοιχα και συνεχώς το βιοτικό τους επίπεδο, τονώνοντας την εσωτερική αγοραστική δύναμη, τη ζήτηση και, κατ’ αναλογία, την εσωτερική τους αγορά. · οι κοινωνίες των οποίων οι θεσμοί -κυβερνητικοί, εκπαιδευτικοί, επιχειρηματικοί, εργασιακοί- έχουν τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, αξιοπιστία, βιωσιμότητα, αποδοχή. Με βάση τα παραπάνω, η ανταγωνιστικότητα προσδιορίζεται πλέον από πολλές οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους και κυρίως από δύσκολα μετρήσιμα ποιοτικά δεδομένα:από τις εξελίξεις και τις επιλογές στην οργάνωση, στη νοοτροπία, στη στελέχωση και στη διοικητική πρακτική, από την ποιότητα- επάρκεια των πάσης φύσεως υποδομών της παραγωγής και της διακίνησης των προϊόντων, από την ποιότητα (και όχι την απορύθμιση, όπως δογματικά υποστηρίζουν ορισμένοι) της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων. Σήμερα το θετικό εργασιακό κλίμα και η ποιότητα των εργασιακών σχέσεων είναι οικονομικά και κοινωνικά αγαθά κεφαλαιώδους σημασίας, βασικό στήριγμα μιας ανάπτυξης με πολύπλευρη οικονομική και κοινωνική ανταγωνιστικότητα, βιωσιμότητα και κοινωνική συνοχή. Γι’ αυτό και πρέπει να αποτελούν βασικό κριτήριο αποτελεσματικότητας, εκσυγχρονισμού και βιωσιμότητας για κάθε επιχείρηση, κλάδο, οικονομία, ομάδα οικονομιών. Η κατάκτηση τέτοιων στοιχείων ανταγωνιστικότητας είναι βασικό ζητούμενο για την αναβάθμιση της θέσης μας στον ευρωπαϊκό και το διεθνή καταμερισμό εργασίας, αλλά και για την πραγματική μας σύγκλιση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, πολύ δε περισσότερο στο πλαίσιο της διευρυμένης Ευρώπης. Η έλλειψη ακριβώς αυτών των στοιχείων και παραμέτρων στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, εξηγεί μια σειρά από φαινόμενα και εύλογα ερωτηματικά, που θέτει καθημερινά μπροστά μας η ελληνική πραγματικότητα: Γιατί τελικώς υστερούμε στις πάσης φύσεως διεθνείς συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας, ενώ αποδεδειγμένα έχουμε από τα χαμηλότερα εργατικά κόστη ανά μονάδα προϊόντος μεταξύ των χωρών της Ευρώπης; Γιατί δεν βρίσκουμε αγοραστές για τα αγροτικά μας προϊόντα; Γιατί πολλά από αυτά καταλήγουν ακόμα και σήμερα στις χωματερές; Γιατί εμμένουμε στην παραγωγή αζήτητων, «χύμα» και προβληματικών, προϊόντων; Γιατί πολλοί κλάδοι της βιομηχανίας μας μαστίζονται εδώ και χρόνια από κρίση, αδυνατώντας να κερδίσουν όχι μόνο τις διεθνείς, αλλά και αυτή την εγχώρια αγορά, χωρίς να μπορούν να επωφεληθούν από γενικές και πιθανώς ακατάλληλες γι’ αυτούς «οριζόντιες δράσεις»; Γιατί οι μικρομεσαίοι μας παραπονούνται πως δύσκολα τα βγάζουν πέρα, ότι δεν βρίσκουν κατανόηση, στήριξη και τεχνογνωσία από το τραπεζικό σύστημα και από τον κρατικό μηχανισμό; Γιατί, παρά την εισροή κονδυλίων, προγραμμάτων, κοινοτικών δράσεων και πρωτοβουλιών, ολόκληρες περιφέρειες της χώρας μας φθίνουν ή απειλούνται με μαρασμό; Γιατί, τέλος, μια σειρά από καινοτόμες ιδέες, πρωτοβουλίες και στελέχη μας αποτυγχάνουν ή, το χειρότερο, αξιοποιούνται από ξένους; Από όσα υποστηρίξαμε παραπάνω, είναι πιστεύουμε προφανές ότι το «στοίχημα» της ανταγωνιστικότητας, έχει πολλαπλές διαστάσεις και αντίστοιχα πολλαπλούς, αρμόδιους και συναρμόδιους, αποδέκτες: Σύσσωμη η ελληνική κοινωνία (επιχειρηματίες, εργαζόμενοι, αγρότες, μικρομεσαίοι, χρηματοπιστωτικό σύστημα, Κυβέρνηση, κρατικοί και ευρύτεροι παράγοντες, όργανα και θεσμοί) απαιτείται να αποδείξει στην πράξη, ότι όντως οι λογικές του εύκολου κέρδους, της κοινωνικής πόλωσης, της παραοικονομίας, της εργασιακής απορύθμισης και υποβάθμισης, δεν έχουν θέση ως στοιχεία ανταγωνιστικότητας στη χώρα μας. Η Ελλάδα, ως ισότιμο μέλος της Ε.Ε και σεβόμενη το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο, δεν μπορεί πλέον και δεν πρέπει να στηρίξει την ανταγωνιστικότητά της σε φθηνό και υποβαθμισμένο εργατικό δυναμικό, σε παραβιάσεις των νόμων και σε παράκαμψη των όποιων κανόνων, δεσμεύσεων και θεσμών. Αυτό δεν της παρέχει καμιά προοπτική στη σύγχρονη διεθνοποιημένη οικονομία. Αλλιώς τα προϊόντα μας, λόγω χαμηλότερου κόστους, θα έπρεπε να έχουν κατακλύσει τις αγορές της Ευρώπης! ‘Όπως όμως γνωρίζουμε, ισχύει ακριβώς το αντίθετο! Δεν υποτιμάμε τη δυσκολία και το μέγεθος των προκλήσεων. Ξέρουμε ότι το μεγαλύτερο στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε στο πλαίσιο της Ε.Ε, είναι η πραγματική σύγκλιση, με ανάπτυξη, απασχόληση, ανταγωνιστικότητα και ουσιαστική ενίσχυση των επιχειρήσεων και των παραγωγών, κοινωνική ευημερία και δικαιοσύνη. Αυτά δεν μπορούμε να τα πετύχουμε χωρίς συγκεκριμένα κλαδικά και περιφερειακά Σχέδια Δράσης,που να στηρίζουν ουσιαστικά την απασχόληση και την επιχειρηματική δραστηριότητα σε όλους τους τομείς και τις τοπικές κοινωνίες της χώρας μας. Χρειαζόμαστε συγκεκριμένες δράσεις και δεσμεύσεις, τεκμηριωμένες και ολοκληρωμένες πολιτικές. Πολιτικές εξειδικευμένες, σαφείς και ικανές να εντάξουν κάθε κλάδο και περιοχή της χώρας μας στη σύγχρονη αναπτυξιακή προσπάθεια και δυναμική. Μόνο έτσι θα κερδίσουμε τη μάχη της οικονομικής και της κοινωνικής μας βιωσιμότητας, ανάπτυξης και συνοχής, σε όλες της τις πραγματικές διαστάσεις. Μια μάχη που μας αφορά όλους, απαιτώντας υπευθυνότητα, εγρήγορση και συγκροτημένες προσπάθειες από όλες τις πλευρές για να κερδηθεί! |