Δημήτρης Κουσελάς Δημήτρης Κουσελάς

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Τύπος

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ 22/10/2004

Εφημερίδα ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ 22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2004

«Τα φθηνά τσιγάρα νοθεύουν τον ανταγωνισμό»!
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΦΗΝΕΙ ΑΝΟΙΚΤΟ ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2004

«ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΥΦ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΟ Δ. ΚΟΥΣΕΛΑ
Μελετάται η φορολογία στα φθηνά τσιγάρα»

Εφημερίδα ΘΑΡΡΟΣ 15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2004

 

Απάντηση του Υφ. Οικονομίας σε ερώτηση του Δ. Κουσελά για το φορολογικό καθεστώς των φθηνών τσιγάρων.

Ο Υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Αδαμ Ρεγκούζας απάντησε στην Ερώτηση που κατέθεσε στις 21-9-2004 στη Βουλή ο βουλευτής Μεσσηνίας του Πα.Σο.Κ. Δημήτρης Κουσελάς, με θέμα την τροποποίηση που προτίθεται να επιφέρει η Κυβέρνηση στο φορολογικό καθεστώς των τσιγάρων και τις επιπτώσεις της στον ανταγωνισμό.

Τα ερωτήματα που είχε θέσει ο κ. Κουσελάς στον αρμόδιο Υπουργό αφορούσαν:

  • στο κατά πόσον είναι στις προθέσεις του να υπάρξει άνιση φορολογική μεταχείριση των τσιγάρων, αντιστρόφως ανάλογη της τιμής τους, ώστε να αυξηθεί σημαντικά και αναγκαστικά η ελάχιστη τιμή με την οποία ορισμένες μάρκες διατίθενται στην αγορά

  • στα κριτήρια υιοθέτησης της αντίστοιχης επιλογής, και στο πώς αυτή δεν θα συνιστά νόθευση του ανταγωνισμού, στο μέτρο που θα καθορίζει τεχνητά τις ελάχιστες τιμές των αντίστοιχων προϊόντων και θα οδηγεί σε ανακατανομή των αγορών μεταξύ των ανταγωνιστριών εταιρειών

  • στο βαθμό συμβατότητας της παραπάνω επιλογής με τη διακηρυγμένη αρχή της Κυβέρνησης περί μη νόθευσης του ανταγωνισμού, αρχή που προβλήθηκε σθεναρά για τη μη επιβολή ανώτατης τιμής (πλαφόν) στα καύσιμα, παρ’ ότι ετίθετο –και εξακολουθεί να τίθεται- σοβαρό θέμα προστασίας των καταναλωτών από την ακρίβεια

  • στα μέτρα που προτίθεται ο Υπουργός να λάβει, ώστε να μην υπάρξει άνιση και αντιστρόφως ανάλογη φορολογική μεταχείριση, ούτε τεχνητή συρρίκνωση στα μερίδια αγοράς των εγχώριων καπνοβιομηχανιών, κάτι που θα έχει προφανείς επιπτώσεις στη δραστηριότητά τους, στην απασχόληση που δημιουργούν, αλλά και στο εισόδημα των θιγόμενων καταναλωτών, οι οποίοι προφανώς δεν ανήκουν στις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις.

  • στο κατά πόσον ο Υπουργός είναι διατεθειμένος, εναλλακτικά, να προχωρήσει σε αναλογική αύξηση της φορολογίας στα τσιγάρα.

    Στην απάντησή του, λοιπόν, ο Υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών σημειώνει - μεταξύ άλλων - τα εξής:

  • Επικαλούμενος την αριθ. 623157/19-10-2000 Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, την παρ. 1 του άρθρου 100 του Ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας», αλλά και τις διατάξεις του άρθρου 9 της Οδηγίας 95/59/ΕΟΚ/27-11-1995, σημειώνει ότι «οι τιμές λιανικής πώλησης των βιομηχανοποιημένων καπνών που καταναλώνονται στο εσωτερικό της χώρας, καθορίζονται ελεύθερα από τους καπνοβιομηχάνους ή από τους εντολοδόχους των καπνοβιομηχανιών των λοιπών κρατών-μελών που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, καθώς και από τους εισαγωγείς αυτών, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να γράφουν σε ευρώ την τιμή λιανικής πώλησης στα πακέτα που διατίθενται στους καταναλωτές».

  • Σημειώνει ότι βάσει αυτών των διατάξεων κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα και σήματα από 0,80 ευρώ μέχρι 1 ευρώ το πακέτο. Το υψηλό μερίδιο αγοράς που κέρδισαν, κατά τον κ. Υφυπουργό, «ενθαρρύνει τους νέους στο κάπνισμα και οδηγεί στη νόθευση του ανταγωνισμού, στερώντας το Δημόσιο από σημαντικά έσοδα, που θα μπορούσαν να διατεθούν σε τομείς όπως η υγεία και η παιδεία.»

  • Θεωρεί ότι το φαινόμενο αυτό οδήγησε (προφανώς στο εξωτερικό, αφού στην Ελλάδα είναι πολύ μεταγενέστερο…) στη θέσπιση της κοινοτικής διάταξης (άρθρο 16 παρ. 5 της Οδηγίας 95/59/ΕΟΚ), που ορίζει ότι «τα κράτη-μέλη μπορούν να επιβάλουν ένα ελάχιστο ειδικό φόρο κατανάλωσης στα τσιγάρα που πωλούνται σε τιμή μικρότερη από την τιμή πώλησης των τσιγάρων της πλέον ζητούμενης κατηγορίας, υπό τον όρο ότι αυτός ο ειδικός φόρος κατανάλωσης δεν υπερβαίνει το ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης που επιβάλλεται στα τσιγάρα της πλέον ζητούμενης κατηγορίας τιμών», με στόχο την αντιμετώπιση αθέμιτων πρακτικών τιμολόγησης και την ομαλή λειτουργία της αγοράς.

  • Δηλώνει ότι «οι υπηρεσίες του Υπουργείου παρακολουθούν προσεκτικά την εξέλιξη της αγοράς τσιγάρων, ενόψει και της κατάρτισης του Προϋπολογισμού του 2005, προκειμένου να ληφθούν οι αποφάσεις εκείνες που θα εγγυώνται την ομαλή λειτουργία της αγοράς και τη διασφάλιση των δημοσίων εσόδων».

    «Η απάντηση του Υφυπουργού», όπως αναφέρεται σε σχετικό δελτίο τύπου από το γραφείο του κ. Κουσελά, «παρακάμπτει τα περισσότερα από τα ερωτήματα που του ετέθησαν και αποφεύγει να δεσμευτεί ρητώς για οτιδήποτε».

    Επομένως, πρέπει να σημειώσουμε ότι:

    α) Αποκλείει την επιβολή αναλογικής φορολογίας στα τσιγάρα και παραδέχεται την πρόθεσή του να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τα φθηνότερα τσιγάρα. Αυτό μπορεί να το κάνει, σύμφωνα με το άρθρο 16 της κοινοτικής Οδηγίας, μόνο ορίζοντας τη φορολογία τους με βάση την πλέον ζητούμενη (και όχι την ανώτατη) τιμή, που είναι σήμερα 2,50 ευρώ και η οποία ήδη τοποθετείται στο πάνω όριο τιμών των σημάτων που κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά.

    β) Το άρθρο 16 παρ. 5 της Οδηγίας 95/59 ΕΚ, που αναφέρεται στην Απάντηση του Υπουργείου, έχει επί λέξει ως εξής: «Τα κράτη μέλη μπορούν να εισπράττουν, επί των σιγαρέτων και του λεπτοκομμένου καπνού που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) σιγαρέτων, ελάχιστο ειδικό φόρο κατανάλωσης, υπό τον όρο ότι ο φόρος αυτός δεν αυξάνει τη συνολική φορολογική επιβάρυνση σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 90% της συνολικής φορολογίας των σιγαρέτων που ανήκουν στην πλέον ζητούμενη κατηγορία τιμής, καθώς και στους λεπτοκομμένους καπνούς οι οποίοι προορίζονται για την κατασκευή χειροποίητων στριφτών) σιγαρέτων και ανήκουν στην πλέον ζητούμενη κατηγορία τιμής.» Με βάση αυτό, το Υπουργείο έχει τη δυνατότητα να αυξήσει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης για τα φθηνότερα τσιγάρα μέχρι και στο 90% του ποσού του φόρου που αντιστοιχεί στα σήματα με την πλέον ζητούμενη τιμή , ποσού που σήμερα ανέρχεται σε 1,82 ευρώ περίπου, αναγκάζοντας τις καπνοβιομηχανίες που τα παράγουν να αυξήσουν σχεδόν κατ’ αναλογία την τελική τους τιμή, επομένως να χάσουν τα περισσότερα από τα μερίδια αγοράς που κατείχαν τα αντίστοιχα σήματα. Αυτό θα ισοδυναμούσε με απόλυτα απαγορευτική για την περαιτέρω κυκλοφορία τους παρέμβαση της Κυβέρνησης, αλλά και με έμμεση επιβολή κατώτατης τιμής στα τσιγάρα.

    γ) Η ευθεία επιβολή κατώτατης τιμής στα τσιγάρα είναι σε κάθε περίπτωση αντίθετη με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ε.Κ. για την Οδηγία του 1995 και ειδικά με την 61998J0216/ 19-10-2000 Απόφασή του, που αφορά και άμεσα στην Ελλάδα. Η Απόφαση αυτή στρέφεται κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας και ξεκαθαρίζει ότι «η Ελληνική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις οι οποίες προβλέπουν τον καθορισμό δι’ υπουργικών αποφάσεων κατώτατων τιμών λιανικής πωλήσεως των επεξεργασμένων καπνών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9 της Οδηγίας 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου της 27-11-1995, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών».

    δ) Μέχρι στιγμής οι Υπηρεσίες του Υπουργείου περιορίζονται στο να παρακολουθούν το θέμα, αλλά επιφυλάσσονται να λάβουν τις αποφάσεις εκείνες οι οποίες θα διασφαλίσουν ( για το πότε και το πώς ακριβώς, δεν γίνεται νύξη στην απάντηση του Υφυπουργού) την ομαλή λειτουργία της αγοράς τσιγάρων και τα αντίστοιχα δημόσια έσοδα... Μόνο που οι σχετικές ευαισθησίες της Κυβέρνησης για τον «υγιή ανταγωνισμό» και την πορεία των δημοσίων εσόδων προκύπτουν μόνο στην περίπτωση των χαμηλών τιμών ορισμένων σημάτων τσιγάρων. Όχι όταν οι τιμές πλήθους καταναλωτικών αγαθών και καυσίμων «παίρνουν φωτιά» πλήττοντας τον καταναλωτή, ακόμα λιγότερο όταν, με ολιγωρία της Κυβέρνησης και με την αποδιοργάνωση των αντίστοιχων μηχανισμών ελέγχου και είσπραξης, καρκινοβατούν εδώ και μήνες τα δημόσια έσοδα.