ΘΕΜΑ | [Ομιλία] Ομιλία του βουλευτή Μεσσηνίας κ. Δημήτρη Κουσελά στην κοινή συνεδρίαση των Διαρκών Επιτροπών Οικονομικών Υποθέσεων και Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, με αντικείμενο την επεξεργασία του σ.ν. του Υπουργείου Οικονομικών «Συνταξιοδοτικές |
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ | 12/10/2011 |
Ομιλία του βουλευτή Μεσσηνίας κ. Δημήτρη Κουσελά στην κοινή συνεδρίαση των Διαρκών Επιτροπών Οικονομικών Υποθέσεων και Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, με αντικείμενο την επεξεργασία του σ.ν. του Υπουργείου Οικονομικών «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, Ενιαίο Μισθολόγιο – Βαθμολόγιο, Εργασιακή Εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015», 12-10-2011. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, άκουσα από ορισμένους συναδέλφους της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, μια κριτική, που θυμίζει, θα έλεγα, μωρές παρθένες. Μίλησαν λες και η κρίση δημιουργήθηκε χθες, λες και τη δημιουργήσαμε εμείς τα δύο τελευταία χρόνια και όχι εκείνοι που, αφού βούλιαξαν τη χώρα στα ελλείμματα, πήδηξαν από το καράβι στους 18 μήνες και από τότε μέχρι σήμερα δεν έχουν πει κυριολεκτικά λέξη. Όχι κύριοι συνάδελφοι, εμείς διαχειριζόμαστε την κρίση, επιχειρώντας να οδηγήσουμε τη χώρα σε έξοδο από αυτήν και όντας υποχρεωμένοι να εφαρμόσουμε συνταγές που δεν μας καλύπτουν, πολλές φορές δεν μας εκφράζουν και δεν ξέρουμε και πόσο αποτελεσματικές θα είναι. Είναι συνταγές, που ο δικός σας ευρύτερος ιδεολογικός και πολιτικός χώρος, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, που κυβερνά την Ευρώπη, επιχειρεί να επιβάλει και στη χώρα μας, μέσω της περίφημης τρόικας, που εκπροσωπεί πλέον ευθέως την κυρία Μέρκελ και τον κ. Σαρκοζί. Αυτή είναι η πραγματικότητα και εσείς, η Αξιωματική Αντιπολίτευση, παριστάνετε τις μωρές παρθένες, αρνούμενοι να αποδεχτείτε οποιαδήποτε ευθύνη και για τη πορεία που οδήγησε τη χώρα στη σημερινή κατάσταση, αλλά και οποιαδήποτε ευθύνη, προκειμένου να μπορέσουμε να βγούμε από αυτή την κρίση. Όμως, ο ελληνικός λαός, έχει και μνήμη και κρίση, δεν είμαστε χώρα λωτοφάγων. ‘Εχει υπευθυνότητα, που την έχει δείξει περίτρανα μέχρι σήμερα, έχει καρτερικότητα και υπομονή. Τι ζητάει, όμως, ο ελληνικός λαός κ. Υπουργέ; Ζητάει δύο πράγματα. Πρώτον, οι θυσίες να είναι δίκαια κατανεμημένες και δεύτερον, οι θυσίες να πιάσουν τόπο, να δημιουργήσουν δηλαδή μια προοπτική εξόδου από τη κρίση. Σε σχέση με αυτά τα δύο ζητήματα, εγώ θέλω να ρωτήσω την Κυβέρνηση: Κατά πρώτο, έχουν ληφθεί υπόψη για κάθε κοινωνική τάξη, κατηγορία ή στρώμα, το σύνολο των βαρών που καλείται σήμερα να σηκώσει; Υπάρχει, δηλαδή, κάποια μελέτη για το ζήτημα αυτό; Δηλαδή, αν σας ρωτήσω, τι έχει πληρώσει ένας μισθωτός από 1/1/2009 μέχρι σήμερα, του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα, τι έχει πληρώσει ένας ελεύθερος επαγγελματίας ή κάποιος με πολύ υψηλά εισοδήματα, η Κυβέρνηση θα μπορούσε να μου δώσει μια απάντηση; Το λέω αυτό, για ένα πολύ συγκεκριμένο λόγο. Γιατί γνωρίζουμε, ότι η τρόικα διαπραγματεύεται με κάθε Υπουργείο χωριστά. Το κάθε Υπουργείο προτείνει μέτρα. Αυτά τα μέτρα αθροίζονται σε σχέση με κάθε κοινωνική κατηγορία, ταξινομούνται ανά κοινωνική κατηγορία; Τι συμπεράσματα βγαίνουν από αυτή τη ταξινόμηση; Το δεύτερο ερώτημα αφορά στο αν και κατά πόσο υπάρχει μελέτη για την επίδραση των μέτρων στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, των στόχων που έχουν τεθεί. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στον στόχο μείωσης της ύφεσης και ανάκαμψης της οικονομίας. Και το λέω αυτό, γιατί με αυτό το σχέδιο νόμου, θα προκύψουν πολύ μεγάλες μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα, μπορεί να φτάσουν μέχρι και το 30%, μέσα από την πλήρη αποδιοργάνωση των συλλογικών συμβάσεων. Έχει υπολογιστεί, τι επιπτώσεις θα έχουν οι μειώσεις αυτές στην αντιμετώπιση της ύφεσης; Θα την βαθύνουν, για το επόμενο διάστημα ναι ή όχι -και πόσο; Σχετικά με το μεγάλο θέμα της εργασιακής εφεδρείας. Θα έλεγα, ότι είναι ένα μέτρο ανάλγητο, εξαιρετικά σκληρό και επώδυνο, για τους εργαζόμενους που κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους. Και θέλω να παρατηρήσω, ότι το μέτρο αυτό δεν αφορά μόνο αυτούς που μπήκαν αν θέλετε, από το λεγόμενο «παράθυρο», αλλά και όσους αξιοκρατικά με προσόντα πέρασαν στο Δημόσιο. Υπήρξε πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Η Κυβέρνηση γνώριζε, πως αργά ή γρήγορα θα εφαρμοστεί όχι το 1 προς 5, στη σχέση προσλήψεων-αποχωρήσεων, αλλά το 1 προς 10. Δεν θα έπρεπε να προηγηθεί η απελευθέρωση της κινητικότητας στον δημόσιο τομέα, να καλυφθούν τα κενά, εκεί που υπάρχουν, για να δούμε ποια είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται και μετά να δούμε αν θα προχωρήσουμε σε μια τέτοια κίνηση ή όχι; Πέρα από τις επιμέρους παρατηρήσεις που ήδη έχω δώσει στους καθ ύλην αρμόδιους Υπουργούς για την εργασιακή εφεδρεία, σας καλώ να αποκλείσετε τη πιθανότητα σε ένα ζευγάρι που ο ένας είναι άνεργος, να μπαίνει στην εφεδρεία και ο άλλος. Αυτή η πιθανότητα πρέπει να αποκλειστεί. Σε σχέση με το άρθρο 31, θα αναφερθώ μόνο σε δύο βασικά ζητήματα. Περιμένουμε την τροποποίησή του, όπως ήδη είπε ο Υπουργός. Υπάρχουν, όμως, δύο επιπλέον ζητήματα. Το ένα αφορά στους εργαζόμενους στον Ο.Σ.Ε. Δεν μπορεί να καταργείται, ουσιαστικά μέσα σε χρονικό διάστημα δύο μηνών, η συλλογική σύμβαση που υπέγραψαν οι εργαζόμενοι και μάλιστα μια συλλογική σύμβαση, η οποία χαιρετίστηκε και από την Κυβέρνηση, γιατί ουσιαστικά έγινε με το νέο θεσμικό πλαίσιο. Εδώ, λοιπόν, με το άρθρο 31 παράγραφος 7, αυτή η συλλογική σύμβαση τινάζεται ουσιαστικά, στον αέρα και είναι ένα θέμα που πρέπει να δούμε. Με το ίδιο άρθρο, με το άρθρο 31 παράγραφος 1, διαλύεται ουσιαστικά και η κλαδική συλλογική σύμβαση της ΟΤΟΕ. Κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει με τίποτα να γίνει κάτι τέτοιο. Όχι επειδή προέρχομαι από τον συγκεκριμένο χώρο, αλλά γιατί είναι ένας χώρος κατεξοχήν ανταγωνιστικός και τον ξέρουμε, οι εργαζόμενοι εκεί και η συνδικαλιστικής τους εκπροσώπηση είναι αρκετά ώριμη ώστε να υπάρξουν διαπραγματεύσεις, έχουν τη δυνατότητα, χωρίς να καταλυθεί η κλαδική τους σύμβαση, μέσα από άμεση συνεννόηση που μπορεί να γίνει, να προχωρήσουν σε μείωση των αποδοχών κατ αντιστοιχία με άλλους εργαζόμενους και, ταυτόχρονα, να διασφαλίσουν την απασχόληση. Είναι λάθος, είναι θα έλεγα έγκλημα, να μπούμε σε μια λογική κατάλυσης στην πράξη της συλλογικής σύμβασης σε αυτό το χώρο και να δημιουργήσουμε πολλαπλά προβλήματα. Με το άρθρο 37, που είναι το δεύτερο μεγάλο ζήτημα, προχωρούν μια σειρά από πολύ σημαντικά ζητήματα, σε αρνητική όμως κατεύθυνση α) με την επέκταση της δυνατότητας σύναψης της συλλογικής σύμβασης από ενώσεις προσώπων, όταν δεν υπάρξει σωματείο, εφόσον σε αυτές συμμετέχουν τα τρία πέμπτα, β) με την κατάργηση της ρύθμισης για τις ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις του ν.3899/2010, που προϋπέθετε συμφωνία εργοδότη και εργαζομένων για να πέσουν κάτω από τα ελάχιστα οριζόμενα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, γ) με την υπερίσχυση της επιχειρησιακής ΣΣΕ σε περίπτωση συρροής με ομοιοεπαγγελματική ή κλαδική ΣΣΕ, δ) με τη δυνατότητα που παρέχει στον εργοδότη αυτό το άρθρο, ακόμη και όταν δεν συμφωνούν οι εργαζόμενοι, να κινήσει διαδικασία ανατροπής των ελάχιστων ορίων των κλαδικών ΣΣΕ, αξιοποιώντας μάλιστα και τον ΟΜΕΔ και τη Διαιτησία, χωρίς αιτιολογία και χωρίς καμία δέσμευση. Όλο αυτό το πλέγμα που δημιουργείται με το συγκεκριμένο άρθρο 37, αποδυναμώνει πλήρως και καταλύει τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις και το ρόλο του ενός από τους δύο κοινωνικούς εταίρους, το ρόλο δηλαδή των εργαζόμενων. Θα οδηγήσει σε αθέμιτο ανταγωνισμό, σε μια ζούγκλα, ενω αράλληλα θα προκαλέσει και πολύ μεγάλη ύφεση. Ο κάθε ακραίος εργοδότης, που θα είναι σε θέση να εκβιάσει ή να ελέγξει το σωματείο της επιχείρησης, την ένωση προσώπων ή το προσωπικό του ή ακόμα θα έχει τη δυνατότητα να αποχωρεί από την εργοδοτική οργάνωση για να μην δεσμευτεί από την κλαδική σύμβαση, θα μπορεί πλέον να ασκεί αθέμιτο ανταγωνισμό στους νομοταγείς και διαλλακτικούς εργοδότες και με την «άδεια του νόμου», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ομαλότητα των αγορών, το επίπεδο των μισθών, αλλά και την ποιότητα των εργασιακών σχέσεων. Πιστεύω ότι όλα αυτά είναι μεγάλα και σοβαρά ζητήματα, που η Κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει με πολύ μεγάλη ευαισθησία, γιατί δεν γίνονται για να ικανοποιήσουν τους δημοσιονομικούς στόχους. Αντίθετα, αντιστρατεύονται στην πράξη τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουμε βάλει. Θα οδηγήσουν σε μειώσεις μισθών, που μπορεί να φτάσουν μέχρι και το 30% και το ερώτημα είναι, τα αντέχουν αυτά η οικονομία και η κοινωνία; Πού θα πάει η ζήτηση στο προσεχές διάστημα;
|