Ομιλία του Προέδρου της ΟΤΟΕ και Μέλους της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ , Δημήτρη Κουσελά, στην ετήσια γενική συνέλευση της Τράπεζας της Ελλάδος .
Αθήνα, 22 / 4 / 2003
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολούθησα την παρουσίαση της εμπεριστατωμένης ‘Εκθεσης του Διοικητή της Τ.Ε. για τις εξελίξεις στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα το έτος 2002 και τις προοπτικές για το άμεσο μέλλον.
Αναμφίβολα η χώρα μας είναι μια γρήγορα εξελισσόμενη οικονομία της Ε.Ε, με επιδόσεις που σε αρκετά θέματα ξεπερνούν τους αντίστοιχους ρυθμούς των λοιπών εταίρων μας.
Είναι όμως και μια οικονομία που, παρά την επί σειρά ετών επιβράδυνση της εξέλιξης του εργατικού κόστους, σε σχέση με τους επιταχυνόμενους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, συνεχίζει να «υπερθερμαίνεται» πληθωριστικά.
Οι βασικοί λόγοι γι’ αυτό, πέρα από τις επιδράσεις της διεθνούς συγκυρίας, είναι :
- Η ίδια η ταχεία ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τις στενότητες και τις διαρθρωτικές ακαμψίες στην εγχώρια παραγωγή, που αδυνατεί να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες. Η κατάσταση αυτή είναι απόρροια του ελλείμματος γνώσης, έρευνας, υποδομών και εκσυγχρονισμού σε μεγάλο κομμάτι του παραγωγικού μας δυναμικού.
- Οι εκτεταμένες κοινοτικές εισροές, που δεν αξιοποιούνται όσο θα έπρεπε παραγωγικά και αναπτυξιακά, ενισχύουν εισαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες, πιέζοντας προς τα πάνω και τις εγχώριες τιμές τους
- Οι ολιγοπωλιακές πρακτικές τιμολόγησης στις κατά τα άλλα «απελευθερωμένες» αγορές προϊόντων και υπηρεσιών (mark-up pricing, διατήρηση ή και επέκταση επιθυμητών περιθωρίων κέρδους, ακαμψία τιμών προς τα κάτω ή ακόμα και ανοικτή κερδοσκοπία σε βάρος ενός κατά κανόνα στρεβλά πληροφορημένου καταναλωτή), έχει δημιουργήσει στην Ελλάδα συνθήκες «πληθωρισμού κερδών» και όχι «πληθωρισμού μισθών».
- Ο σαφής καταναλωτικός προσανατολισμός της πιστωτικής επέκτασης (καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες κτλ.), αλλά και η διατηρούμενη κυριαρχία των επενδύσεων σε ακίνητα, μέσα από τα στεγαστικά δάνεια, συντηρώντας τη διόγκωση των τιμών ακινήτων, τα τελευταία χρόνια .
Η ελληνική οικονομία, παρά τις συστηματικές προσπάθειες και τις όποιες βελτιώσεις, δεν έχει ακόμα ξεπεράσει ουσιώδη διαρθρωτικά της προβλήματα. Εάν δεν ερμηνευθούν και δεν αντιμετωπιστούν σωστά, αυτά τα προβλήματα κινδυνεύουν να μας εγκλωβίσουν σε ένα φαύλο κύκλο στρεβλής και επιλεκτικής ανάπτυξης, με πολλές ταχύτητες, κοινωνικές ανισότητες, τριβές και ανισορροπίες, που θα μας απομακρύνει από τον κομβικό στόχο της πραγματικής Σύγκλισης.
Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα αποτελεί βασικό πυλώνα προάσπισης του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου, άξονα στήριξης της κοινωνικής βιωσιμότητας της ανάπτυξης, αλλά και ουσιώδη παράγοντα για τον υπεύθυνο κοινωνικό διάλογο και την τήρηση θεμελιωδών δημοκρατικών ελευθεριών, κανόνων και θεσμών.
Ως εκπρόσωπός του, επιτρέψτε μου να παρέμβω με κάποιες αναγκαίες κατά τη γνώμη μου επισημάνσεις, σε ορισμένα βασικά ζητήματα που αποτελούν και αντικείμενα της Έκθεσης της Τ.Ε.
Α. Σε ότι αφορά στον κρίσιμο άξονα της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, θα ήθελα να σημειώσω τα εξής:
1.1. Την ανάγκη συνδυασμού της οικονομικής αποτελεσματικότητας με την κοινωνική ποιότητα της ανάπτυξης και της απασχόλησης, για τη μείωση του κοινωνικού ελλείμματος της ανάπτυξης, την άρση των «πολλών ταχυτήτων» στον κόσμο της παραγωγής και της εργασίας, την εξάλειψη των αντίστοιχων διακρίσεων και των εκτεταμένων θυλάκων περιθωριοποίησης – φτώχειας. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν χρήσιμη για το μέλλον η ένταξη, στις ετήσιες Εκθέσεις της Τ.Ε, και ποιοτικών παραμέτρων διανομής του εισοδήματος, αναλύσεων για τα μέτρα κοινωνικής στήριξης, άρσης των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων κ.α.
2.2. Τον αδιέξοδο χαρακτήρα των πολιτικών που επιδιώκουν τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας :στη συμπίεση του εργατικού κόστους, στη εξάλειψη των εργασιακών κανόνων, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των αντίστοιχων συμφωνιών, στη νομιμοποίηση του κοινωνικού dumping, (με ασταθείς μορφές απασχόλησης, υπενοικιάσεις προσωπικού και αλόγιστη εξωτερίκευση δραστηριοτήτων σε εργασιακά υποβαθμισμένες δορυφορικές επιχειρήσεις).
3.3. Είναι ανάγκη να δώσουμε προτεραιότητα στην ουσιαστική σύγκλιση με τον ανεπτυγμένο πυρήνα της Ε.Ε. σε όρους αμοιβών και κοινωνικών παροχών, που μέχρι σήμερα βρίσκονται σε εμφανή αναντιστοιχία με τις πραγματικές εξελίξεις της παραγωγικότητας στην οικονομία μας.
4.4. Η διεύρυνση της Ε.Ε. με νέα μέλη δεν πρέπει να αποτελέσει πρόσχημα για την ανάπτυξη πρακτικών κοινωνικού dumping και «άνισων κόσμων» με πολλές ταχύτητες στο εσωτερικό της Ε.Ε. Ούτε βέβαια για τη διάβρωση του κοινωνικού κεκτημένου και του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, που αποτελούν μακροπρόθεσμους πυλώνες αποδοχής και βιωσιμότητας του όλου εγχειρήματος για μια Ε.Ε. με ευημερία, πρόοδο και κοινωνική συνοχή. Η αλλαγή, λόγω της διεύρυνσης, των συνολικών μεγεθών της Ε.Ε και των μέσων όρων αναφοράς μας (με βάση τον ενιαίο μέσο όρο των 25 σε βασικά μεγέθη, που για το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π θα είναι κατά 13% χαμηλότερος του μέσου όρου της σημερινής Ε.Ε. των 15), δεν θα πρέπει να μας δημιουργήσει την ψευδαίσθηση, ότι προχωρήσαμε στην πραγματική σύγκλιση, επομένως μπορούμε να επαναπαυτούμε.
5.5. Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, πιστεύω ότι πρέπει να υιοθετήσουμε μια πολυδιάστατη, ποιοτική προσέγγιση της ανταγωνιστικότητας, εφόσον όλοι συμφωνούμε, ότι χωρίς αυτήν δεν υπάρχει ανάπτυξη και απασχόληση. Και σ’ αυτό το σημείο επιτρέψτε μου να επιμείνω κάπως περισσότερο.
Σήμερα, νικητές στην κούρσα της ανταγωνιστικότητας δεν είναι αυτοί που παράγουν τα πιο φθηνά, τυποποιημένα και ανώνυμα προϊόντα. Είναι αυτοί που μπορούν να παράγουν και να διοχετεύουν στις κατάλληλες αγορές τα πιο σύγχρονα, επώνυμα, αξιόπιστα και θελκτικά προϊόντα/ υπηρεσίες. Αυτοί που διαθέτουν, αναπτύσσουν και αξιοποιούν έμπειρο, εκπαιδευμένο και θετικά υποκινούμενο Ανθρώπινο Δυναμικό, μέσα από κανόνες και διαδικασίες δημοκρατίας, διαλόγου, συλλογικότητας και αποδοχής. Αυτοί, τέλος, που πρωτοστατούν σε επενδύσεις, σε έρευνα και ανάπτυξη, σε υποδομές και σε κατάλληλους υποστηρικτικούς μηχανισμούς και θεσμούς για τον αγρότη, τον επιχειρηματία, τον εργαζόμενο, τις τοπικές κοινωνίες.
Σε αυτά τα στοιχεία υπερτερούν οι περισσότεροι ευρωπαίοι εταίροι μας. Γι’ αυτό και η κατάκτησή τους είναι βασικό ζητούμενο για την αναβάθμιση της θέσης μας στον ευρωπαϊκό και το διεθνή καταμερισμό εργασίας, αλλά και για την πραγματική μας σύγκλιση.
Στη χώρα μας το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι εδώ και χρόνια αισθητά χαμηλότερο του μέσου όρου της Ε.Ε, ενώ μόνιμα οι αυξήσεις των πραγματικών μισθών υπολείπονται, κατά κλάδο και συνολικά, των αντίστοιχων συνολικών αυξήσεων της παραγωγικότητας, δηλαδή του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Αν ίσχυε η μονοδιάστατη λογική της ανταγωνιστικότητας τιμών, τα προϊόντα μας θα έπρεπε ήδη να έχουν κατακλύσει τις αγορές της Ευρώπης! ‘Όπως ξέρουμε όλοι, αυτό δεν συμβαίνει!
Για να ανταποκριθούμε στις δύσκολες προκλήσεις του διεθνοποιημένου ανταγωνισμού xρειαζόμαστε εξειδικευμένες πολιτικές, ικανές να εντάξουν κάθε κλάδο και περιοχή της χώρας μας στη σύγχρονη αναπτυξιακή προσπάθεια και δυναμική. Συγκεκριμένα κλαδικά και περιφερειακά Σχέδια Δράσης, με κατάλληλους θεσμούς ολοκληρωμένης παροχής υπηρεσιών και υποδομές που να ενθαρρύνουν ουσιαστικά την απασχόληση και την επιχειρηματική δραστηριότητα σε όλους τους τομείς και τις τοπικές κοινωνίες της χώρας μας. Που θα στηρίζουν ουσιαστικά τον αγρότη, το μικρομεσαίο, τον καινοτόμο επιχειρηματία, το στέλεχος και τον εργαζόμενο που θέλει να μάθει, να προκόψει και να εξελιχθεί.
Β. Αυτή η Πολύπλευρη Ανταγωνιστικότητα, στην οποία αναφέρθηκα, απαιτεί και το κατάλληλο Χρηματοπιστωτικό στήριγμα : ένα πραγματικά σύγχρονο και δυναμικό Τραπεζικό Σύστημα, με υψηλό αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και αναπτυξιακής συμβολής.
Κι έρχομαι εδώ στα του κλάδου μας.
Τα σημερινά του μεγέθη σαφώς υπολείπονται της εποχής των «παχιών αγελάδων», των υπερκερδών της ακμής του Χρηματιστηρίου. Όμως είναι εξίσου γεγονός ότι προχώρησε σε ουσιαστική βελτίωση των οργανικών του κερδών, σε βελτίωση της ποιοτικής τους σύνθεσης, σε σοβαρές ανακατατάξεις, σε διεύρυνση της αγοράς (που έχει ακόμα πολλά περιθώρια) σε κινήσεις ανασύνταξης και περιορισμού του κόστους. Σε πολλά μεγέθη εξακολουθεί να υπερτερεί των αντίστοιχων ευρωπαϊκών μέσων. Για άλλα, οφείλουμε να συνεκτιμήσουμε και τις ιδιομορφίες των δικών μας συναλλακτικών συνηθειών και εθνικών δεδομένων (λ.χ. ρόλος και γεωγραφική κατανομή σημείων πώλησης, είδος παρεχόμενων προϊόντων – υπηρεσιών κ.α.)
Συχνά λέγεται ότι η μείωση του λειτουργικού κόστους και επόμενα η συμπίεση του κόστους εργασίας, με μείωση του προσωπικού αλλά και με συμπίεση των όρων αμοιβής και εργασίας, είναι πανάκεια και μονόδρομος για τις Τράπεζες στη χώρα μας.
Σε αντίθεση με την προϊούσα εντατικοποίηση και τη συνεχώς αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας, ήδη έχουμε σαφή επιβράδυνση στις δαπάνες προσωπικού στον κλάδο, κατά κεφαλή και συνολικά, σε σχέση με τους εθνικούς μέσους όρους. Αυτό, από μόνο του, δεν συνιστά στοιχείο εξυγίανσης και μακρόπνοου δυναμισμού. Μάλλον το αντίθετο, αν το δούμε από τη σκοπιά της ποιότητας εξυπηρέτησης, της ομαλότητας των εργασιακών σχέσεων, της παραγωγικότητας και των άυλων επενδύσεων σε ανθρώπινο δυναμικό.
Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα είναι η κατεύθυνση και το περιεχόμενο των χρηματοδοτήσεων.
Με τι όρους και με τι κριτήρια γίνονται οι χρηματοδοτήσεις στους ιδιώτες και, κύρια, στις επιχειρήσεις; Πού δόθηκαν τα περισσότερα δάνεια, σε έρευνα-ανάπτυξη και καινοτομίες ή για προσωρινή τόνωση της κατανάλωσης και (ακόμα μια φορά..) των επενδύσεων σε ακίνητα;
Γιατί καθυστερεί ακόμα το Ταμείο Εγγυοδότησης Μικρών και πολύ μικρών Επιχειρήσεων του Ν. 3066/2002; Θεσπίστηκε για να αποδεσμευτούν τα κεφάλαια των τραπεζών από τον ειδικό λογαριασμό της ΤτΕ ή για να διευκολύνει ουσιαστικά την πρόσβαση των μικρομεσαίων σε παραγωγικές χορηγήσεις;
Είναι σήμερα οι Τράπεζες ουσιαστικοί σύμβουλοι και στηρίγματα του πελάτη, επενδυτή και παραγωγού; Του παρέχουν πλήρη και κατάλληλη πληροφόρηση, συμβουλές και προϊόντα που πραγματικά χρειάζεται, για να αναπτυχθεί ή ασχολούνται κύρια με την ύπαρξη υποθηκών και εξασφαλίσεων;
Αυτά είναι κατά τη γνώμη μου θέματα ουσιώδη για την αξιοπιστία και τη μελλοντική δυναμική του εγχώριου Χρηματοπιστωτικού συστήματος, που πρέπει να κατανοήσει, ότι το μέλλον του συναρτάται με την ανάπτυξη της ελληνικής Οικονομίας και των επιχειρήσεων.
Θα πρότεινα μάλιστα να υπάρξει, σε προσεχείς Εκθέσεις της Τ.Ε, ειδικό Κεφάλαιο για τον Αναπτυξιακό Ρόλο και την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη (Corporate Social Responsibility) των τραπεζικών επιχειρήσεων στη χώρα μας, ώστε να εντοπίζονται και να αξιολογούνται τόσο οι καλές, όσο και οι κακές πρακτικές τους απέναντι στον πελάτη, τον εργαζόμενο, τον επενδυτή.
Γ. Κλείνοντας, δυο λόγια για ένα ακόμα «καυτό θέμα». Το Ασφαλιστικό.
Το Ασφαλιστικό που για τον κλάδο των Τραπεζών δεν είναι μόνο Ασφαλιστικό ζήτημα, αλλά ένα θέμα κρίσιμης σημασίας για την εξυγίανση και ευρωστία ολόκληρου του Τραπεζικού Συστήματος.
Ο τελευταίος νόμος δημιούργησε τη θεσμική βάση για την επίλυσή του. Τη βούληση του νομοθέτη πρέπει να σεβαστούν οι Τράπεζες και να αναλάβουν τις ευθύνες τους για τη δημιουργία του Ε.Τ.Α.Τ. Η ίδια ανάληψη ευθυνών πρέπει να γίνει και από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, σε ό,τι το αφορά.
Εμείς δε θέλουμε διακρίσεις. Θέλουμε ίση μεταχείριση ως συνεπείς Έλληνες φορολογούμενοι. Στο ζήτημα αυτό δε χωρεί καμιά καθυστέρηση, αναβλητικότητα ή παρελκυστική πολιτική, όπως δε χωρεί με τη λύση του Ασφαλιστικού στην Τράπεζα της Ελλάδος που ο νομοθέτης αναγνώρισε την ιδιαιτερότητα του ζητήματος και την ξεχώρισε από τις υπόλοιπες Τράπεζες.
Για τη λύση του Ασφαλιστικού στα πλαίσια της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως άλλωστε έγινε με πολλές κεντρικές Ευρωπαϊκές Τράπεζες, υπάρχει και συμφωνία της Διοίκησης, της ΟΤΟΕ και του Υπουργείου Εργασίας.
Έχουν ωριμάσει οι συνθήκες. Η εκκρεμότητα αυτή να κλείσει θετικά για όλους.
Σας ευχαριστώ! |