ΘΕΜΑ | [Συνέντευξη] ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΤΟΕ κ. ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΣΕΛΑ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» ΣΤΙΣ 17/3/2000 «Το μέλλον των ελληνικών Τραπεζών στην μετά ΟΝΕ εποχή» |
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ | 17/3/2000 |
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΤΟΕκ. ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΣΕΛΑΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» ΣΤΙΣ 17/3/2000«Το μέλλον των ελληνικών Τραπεζών στην μετά ΟΝΕ εποχή»
ΕΡ. : Η συμμετοχή της Ελλάδας στις ζώνες του ΕΥΡΩ έχει ειδικό ενδιαφέρον για την ΟΤΟΕ και, αν ναι, για ποιους λόγους ; ΑΠ.: Η ΟΤΟΕ ενδιαφέρεται για τις εξελίξεις, που θα προκύψουν για τον ελληνικό χρηματοπιστωτικό χώρο με τη συμμετοχή της χώρας μας στη ζώνη του ευρώ, για τους εξής λόγους : α) ως συνδικαλιστική οργάνωση που στόχος της είναι η προάσπιση των συμφερόντων των τραπεζοϋπαλλήλων, οφείλει να γνωρίζει τόσο τις ευκαιρίες, όσο και τα ενδεχόμενα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες, αφού από την πορεία τους εξαρτώνται, σε μεγάλο βαθμό, η απασχόληση, οι εργασιακές σχέσεις και οι αμοιβές των συναδέλφων μας, β) ως ένας από τους οργανωμένους θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας θεωρεί ότι η οικονομική ανάπτυξη και η πρόοδος συνδέονται άρρηκτα με την ύπαρξη ενός υγιούς και ανταγωνιστικού τραπεζικού συστήματος. Εξοπλισμένοι με τη γνώση ή έστω την εκτίμηση των πιθανών εξελίξεων, ως εργαζόμενοι μπορούμε να προετοιμαστούμε καλύτερα για να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις εμπειρίες των συναδέλφων μας στις άλλες χώρες της ΕΕ. Επιπλέον, η γνώση και η τεκμηρίωση μας βοηθούν να καταθέσουμε υπεύθυνα τις δικές μας προτάσεις για έναν εκσυγχρονισμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, έναν εκσυγχρονισμό με αποτελεσματικότητα, αλλά και με κοινωνική ευαισθησία. ΕΡ. : Ποια νομίζετε, ότι είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που διαμορφώνονται στις τράπεζες στην Ευρώπη σήμερα ; ΑΠ : Το κύριο χαρακτηριστικό της νέας κατάστασης που διαμορφώνεται το τελευταίο διάστημα στην Ευρώπη είναι η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, αλλά και μεταξύ τραπεζών και μη τραπεζικών ιδρυμάτων (π.χ. χρηματιστηριακών εταιρειών). Το ευρώ θα επιταχύνει τις εξελίξεις για τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού χώρου, που θα ενισχύσει τις τάσεις αποδιαμεσολάβησης με την περαιτέρω ανάπτυξη των αγορών κεφαλαίου και χρήματος. Παράλληλα θα ενταθεί ο διασυνοριακός ανταγωνισμός και θα εμφανιστούν νέα προϊόντα και υπηρεσίες (π.χ. το Internet Banking). Όσες τράπεζες προσαρμοστούν εγκαίρως στις εξελίξεις, εξουδετερώνοντας τις αδυναμίες τους και εκμεταλλευόμενες τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, θα επιβιώσουν στο νέο περιβάλλον. Οι άλλες θα εξαφανιστούν ή, στην καλύτερη περίπτωση θα φυτοζωούν. ΕΡ. : Ποιά είναι τα προβλήματα των ελληνικών τραπεζών τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου αυτές να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον ; ΑΠ : Πρέπει κατ’ αρχήν να πούμε, ότι τα μεγέθη των ελληνικών τραπεζών είναι πολύ μικρά σε σύγκριση με τα μεγέθη των τραπεζών στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σε όλες τις χώρες της ΕΕ (αλλά και σε όλο τον κόσμο) έχει αρχίσει μια έντονη διαδικασία συγχωνεύσεων και εξαγορών σε εθνικό κυρίως αλλά και σε διασυνοριακό επίπεδο, με στόχο τη δημιουργία μεγάλων χρηματοοικονομικών ομίλων, οι οποίοι θα είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν τις οικονομίες κλίμακος, να αυξήσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια, να εφαρμόσουν τεχνολογικές καινοτομίες και να συγκρατήσουν το λειτουργικό τους κόστος. Οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές δεν αφορούν μόνο τράπεζες, αλλά και χρηματιστηριακές και ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς και εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων. Δηλαδή αφορούν ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στον ελληνικό τραπεζικό χώρο παρατηρούνται ανάλογες κινήσεις ενίσχυσης των μεγεθών, αλλά οι συγκρίσεις με τους ξένους ομίλους-γίγαντες είναι συντριπτικές. Ο ανταγωνισμός τον οποίο θα αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες αναμένεται ιδιαίτερα οξύς στους τομείς της επενδυτικής τραπεζικής (investment banking), της διαχείρισης χαρτοφυλακίου(treasury operations), της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (asset banking) και της παροχής υπηρεσιών σε μεγάλες επιχειρήσεις (corporate finance). ΕΡ. : Δηλαδή αυτή η εξέλιξη των πραγμάτων πρέπει να μας απογοητεύει ; ΑΠ. : Αυτή κατάσταση δεν πρέπει ούτε να μας απογοητεύει ούτε να μας οδηγεί σε μια τυφλή και απρογραμμάτιστη φυγή προς τα εμπρός για τους εξής λόγους: Πρώτον, γιατί η εμπειρία έχει δείξει ότι το μεγάλο μέγεθος, παρά τα προαναφερθέντα πλεονεκτήματά του, δεν συνδυάζεται κατ’ ανάγκη με την αύξηση της αποδοτικότητας και της κερδοφορίας. Δεύτερον, γιατί στον ευρωπαϊκό τραπεζικό χώρο υπάρχουν πολλά παραδείγματα μικρών σχετικά τραπεζών, που η ευελιξία τους, η εξειδίκευσή τους και οι επιχειρηματικές συμμαχίες τους τις καθιστούν ιδιαίτερα ανταγωνιστικές. Τρίτον, γιατί ορισμένοι ελληνικοί όμιλοι έχουν σε σχέση με τους εξωτερικούς ανταγωνιστές τους, σημαντικότατα πλεονεκτήματα : αφ’ ενός το πλεονέκτημα του μεγάλου δικτύου που μπορεί να προσφέρει υψηλής ποιότητας προϊόντα και υπηρεσίες σε χαμηλό κόστος και σε πολυάριθμα σημεία πώλησης αφ’ ετέρου το πλεονέκτημα της μακροχρόνιας σχέσης εμπιστοσύνης με τους πελάτες τους. Γι’ αυτό και αναμένεται ότι ο ανταγωνισμός θα είναι μικρότερος στους τομείς των λιανικών υπηρεσιών (retail banking), όπως είναι η καταναλωτική πίστη, τα στεγαστικά δάνεια, η χρηματοδότηση του εμπορίου και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και οι καταθέσεις. Οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να καθορίσουν το μέγεθος που θεωρούν κατάλληλο για την επιβίωσή τους στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον, με βάση τις ιδιαίτερες εκτιμήσεις τους. Πάντως, κάθε κίνηση που συνδέεται με συγχωνεύσεις και εξαγορές πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν και το ανθρώπινο δυναμικό των τραπεζών. Να σημειωθεί, ότι το 70% των συγχωνεύσεων, που απέτυχε στην Ευρώπη, απέτυχε γιατί δεν έλαβε υπόψη του τον ανθρώπινο παράγοντα. Η ΟΤΟΕ δεν είναι διατεθειμένη να επιτρέψει να επαναληφθούν στον ελληνικό χώρο τα φαινόμενα απολύσεων και χειροτέρευσης των εργασιακών σχέσεων, που παρατηρήθηκαν σε άλλες χώρες της ΕΕ και που οδήγησαν τελικά σε χειρότερη κατάσταση και τους εργαζόμενους και πολλές τράπεζες. ΕΡ. : Τι νομίζετε, ότι πρέπει να αλλάξει στους στόχους των Ελληνικών Τραπεζών στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται ; AΠ. : Νομίζω, ότι οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να στηρίξουν την κερδοφορία τους σε διαφορετικούς παράγοντες, σε σχέση με το παρελθόν. ΕΡ. : Τι ακριβώς εννοείτε ; AΠ. : Ένα μεγάλο μέρος των διαθεσίμων των ελληνικών τραπεζών (περίπου το 30% του ενεργητικού τους κατά μέσο όρο) ήταν και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι τοποθετημένο σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου. Τα έσοδα από την τοποθέτηση αυτή θα μειωθούν σημαντικά λόγω της μείωσης των σχετικών επιτοκίων, μετά τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. O περιορισμός αυτός θα ενταθεί στις χώρες της ζώνης του ευρώ, λόγω του Συμφώνου Σταθερότητας. Συνεπώς, ο τράπεζες θα πρέπει να τοποθετούν στο μέλλον τα ρευστά τους διαθέσιμα σε στοιχεία υψηλότερων αποδόσεων. Να σημειώσω ότι το απαράδεκτα υψηλό ecart, δηλαδή η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων, έχει αρχίσει να μειώνεται και θα μειωθεί ακόμα περισσότερο στο μέλλον. Οι τράπεζες θα πρέπει να καταλάβουν, ότι η εποχή των υψηλών ecart και επιτοκίων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσουν βελτίωση των πηγών εσόδων τους μέσα από τα νέα, σύνθετα προϊόντα και υπηρεσίες, που ήδη αναπτύσσονται στο διεθνή χώρο. Λέγοντας αυτά πιστεύω, πως η μείωση των επιτοκίων μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να λειτουργήσει θετικά, αυξάνοντας το ύψος των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα, που θα καταστούν περισσότερο ελκυστικά με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο όγκος τους. Ας σημειωθεί ότι ο λόγος δάνεια/ενεργητικό στη χώρα μας είναι ο χαμηλότερος στην Ευρώπη (18,4% έναντι 66,9% της πρώτης Βρετανίας και 29,7% της προτελευταίας στην κατάταξη Γαλλίας, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία). ΕΡ. : Τα νέα προϊόντα, που διαθέτουν σήμερα οι τράπεζες, είναι ικανοποιητικά για τις ανάγκες τους στο εσωτερικό, αλλά και για την επέκτασή τους σε άλλες χώρες ; AΠ. : Παρά την σημαντική στροφή των ελληνικών τραπεζών, τα τελευταία χρόνια, στην παροχή νέων προϊόντων και υπηρεσιών, η πίεση του εσωτερικού και εξωτερικού ανταγωνισμού απαιτεί εντατικότερες προσπάθειες. Με την αναμενόμενη μείωση των εσόδων από συμβατικές τραπεζικές εργασίες, η διατήρηση της κερδοφορίας έστω και σε χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα απαιτεί στροφή προς τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, τα αμοιβαία κεφάλαια, τους τομείς των αναδοχών και της παροχής συμβουλών προς επιχειρήσεις που εκδίδουν τίτλους, καθώς και εντονότερη ανάμειξη των τραπεζών με τις ασφαλιστικές εργασίες (bank-assurance). ΕΡ. : Με τα ανοίγματα στο εξωτερικό τι γίνεται ; AΠ. : Τα τελευταία χρόνια ορισμένες ελληνικές τράπεζες επεκτείνουν τις εργασίες τους στον Βαλκανικό χώρο. Αυτή η προσπάθεια πρέπει να ενταθεί και να συστηματοποιηθεί, αφού μπορεί να αποτελέσει ένα βασικό εθνικό συγκριτικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και μια σημαντική πηγή εσόδων. Επίσης, μπορεί και πρέπει να αναζητηθούν συμμαχίες με μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, με τη μορφή του στρατηγικού συμμάχου. Η επέκτασή τους φυσικά πρέπει να περιλαμβάνει και ολόκληρο το φάσμα των τραπεζικών προϊόντων, που ήδη διατίθενται στην εγχώρια αγορά. Με λίγα λόγια, ο εντεινόμενος ανταγωνισμός στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης των αγορών, επιβάλλει στις τράπεζες συνεχή επαγρύπνηση, αναζήτηση νέων προϊόντων και υπηρεσιών και κυρίως ευελιξία, που να εγγυάται μια δημοκρατική, σύγχρονη και συνετή αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού τους, που είναι πρωταρχικό στοιχείο στήριξης και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, αλλά και της εικόνας τους στη κοινωνία.
Να μη ξεχνάμε ποτέ, ότι ο ανθρώπινος παράγοντας στηρίζει και υλοποιεί τις μεγάλες αποφάσεις, δίνει δύναμη και αξιοπιστία στις τράπεζες και γενικότερα στις επιχειρήσεις, κινητοποιώντας την ίδια την εξέλιξη της κοινωνίας και της καθημερινής μας ζωής. Γι’ αυτό τα όποια μεγάλα ή μικρά σχέδια για τη λειτουργία των ελληνικών τραπεζών στην ΟΝΕ ή για την ανάπτυξη της οικονομίας στο σύνολό της στην μετά-ΟΝΕ εποχή, πρέπει να παίρνουν σοβαρά υπόψη τον παράγοντα άνθρωπο. Μάλιστα πρέπει να στηρίζονται και να αντλούν δυνάμεις από το ανθρώπινο δυναμικό και τους θεσμούς της συλλογικής τους εκπροσώπησης, τα συνδικάτα, χαράζοντας από κοινού την προοπτική και το μέλλον τόσο του κλάδου, όσο και του τόπου μας γενικότερα. |