ΘΕΜΑ | [Συνέντευξη] Συνέντευξη : στο Περιοδικό "ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΤΟΜΕΑΣ" |
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ | 23/12/2004 |
Περιοδικό "ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΤΟΜΕΑΣ" ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2004 Κυβερνητική αναντιστοιχία μεταξύ λόγων και έργων
Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, κ. Δημ. Κουσελάς σχολιάζει την πρόσφατη κινητικότητα στο χώρο του ασφαλιστικού και γενικότερα την οικονομικό – κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης Οι πρόσφατες εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα (και κυρίως η κινητικότητα στην Εμπορική Τράπεζα) ανακίνησε για άλλη μια φορά τη συζήτηση για το μέγα θέμα του ασφαλιστικού και έδωσε την αφορμή στο «Δημόσιο Τομέα» να συζητήσει με έναν «παλαίμαχο» του τραπεζοϋπαλληλικού συνδικαλιστικού κινήματος και νυν, βουλευτή, τον κ. Δ. Κουσελά. Πρόκειται για μια συζήτηση που ξεκινά μεν από το ζήτημα του ασφαλιστικού τόσο στις τράπεζες όσο και γενικότερα, αλλά και επεκτείνεται σε ευρύτερα οικονομικο κοινωνικά θέματα που απασχολούν όχι μόνο τους τραπεζοϋπαλλήλους αλλά το σύνολο των Ελλήνων πολιτών.
Ποιο είναι το σχόλιό σας για την κινητικότητα που παρατηρήθηκε τελευταία στο ασφαλιστικό ζήτημα των τραπεζοϋπαλλήλων; Πρόκειται για μια κινητικότητα που δεν έχει σαν στόχο να αντιμετωπίσει τα όποια προβλήματα υπάρχουν σε σχέση με το ασφαλιστικό, αλλά ξεκίνησε προκειμένου να διευκολύνει από τη μια πλευρά τις τράπεζες, εν’ όψει της εφαρμογής των διεθνών λογιστικών προτύπων και από την άλλη την Κυβέρνηση, ώστε να προχωρήσει στη πώληση της Εμπορικής Τράπεζας. Αυτό που διαφαίνεται είναι ότι η Κυβέρνηση θέλει να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον τελευταίο νόμο, τον 3029/02, σχετικά με τη στήριξη των ταμείων κύριας σύνταξης από τον κρατικό προϋπολογισμό. Επειδή όμως δεν μπορεί να μεταφέρει τις υποχρεώσεις εξ ολοκλήρου στις τράπεζες, επιχειρεί να μεταθέσει ένα μέρος τους στα ταμεία και στους ασφαλισμένους. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν ανοικτοί κίνδυνοι και απειλές για τα ασφαλιστικά δικαιώματα των τραπεζοϋπαλλήλων, αλλά και για την υπόσταση των ίδιων των ταμείων.
Ποιές είναι κατά τη γνώμη σας οι μέθοδοι που πρέπει να υιοθετηθούν προκειμένου οι κίνδυνοι αυτοί να αποτραπούν; Οι λύσεις γι’ αυτό που αποκαλείται «ασφαλιστικό ζήτημα» στο χώρο των τραπεζών προσδιορίζονται μέσα από το Νόμο 3029/02 και τις προτάσεις που μέχρι σήμερα έχει υποβάλλει η ΟΤΟΕ για τη δημιουργία Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων. Ο νόμος έχει θέσει ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο για τα ταμεία κύριας σύνταξης, προβλέποντας την ένταξή τους, με αποφάσεις των ίδιων των διοικητικών συμβουλίων των ταμείων, στο ΙΚΑ, με τους όρους που λειτουργούν σήμερα. Για τα επικουρικά ταμεία προβλέπει τη δημιουργία ενιαίου επικουρικού και συμπληρωματικού ταμείου για όλους τους τραπεζοϋπαλλήλους. Αυτό λοιπόν που πρέπει να γίνει είναι ένας ουσιαστικός τριμερής διάλογος, μεταξύ κυβέρνησης, τραπεζών και τραπεζοϋπαλλήλων. Αυτά τα τρία μέρη πρέπει να καθίσουν γύρω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και με βάση το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο να προχωρήσουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Να υιοθετήσουν μια λύση που θα διασφαλίσει τα δικαιώματα των ασφαλισμένων και την ομαλή λειτουργία των ταμείων και ταυτόχρονα θα αντιμετωπίσει τα όποια προβλήματα έχουν προκύψει σχετικά με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. Εάν υπάρχει πραγματική βούληση και από την πλευρά της Κυβέρνησης και από την πλευρά των τραπεζών για ένα καλόπιστο και ουσιαστικό διάλογο, λύση μπορεί να βρεθεί. Δεν θα βρεθεί εάν είτε η κυβέρνηση είτε οι τράπεζες θελήσουν να μεταφέρουν το βάρος που τους αναλογεί στις πλάτες των ασφαλισμένων και στα ασφαλιστικά ταμεία.
Ποιο είναι το σχόλιό σας γενικά για την εικόνα του ασφαλιστικού συστήματος στη χώρα σήμερα; Πιστεύω ότι το 2002 επετεύχθη, για πρώτη φορά, ολοκληρωμένα, με το νόμο 3029 -και μετά από τη δυναμική πίεση του συνδικαλιστικού κινήματος- η δημιουργία ενός κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος με διακριτά όρια από την ιδιωτική ασφάλιση. Δηλαδή, οριοθετήθηκε το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης και κατοχυρώθηκε η τριμερής χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ο στόχος που ετέθη, είναι το σύστημα να είναι πλεονασματικό και να μη χρειάζεται κάθε φορά να επεμβαίνει το κράτος εκ των υστέρων, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού για να καλύπτει τα όποια ελλείμματα. Όπως θυμάστε, έγιναν μια σειρά από ρυθμίσεις σε σχέση με αυτά που χρωστούσαν δημόσιοι οργανισμοί προς το ΙΚΑ, προκειμένου να πληρωθούν αυτά τα χρήματα ή οι οφειλές του ΙΚΑ προς το κράτος και δρομολογήθηκαν μια σειρά από εξελίξεις, που αφορούσαν την κύρια σύνταξη, τα ειδικά ταμεία αλλά και την επικουρική ασφάλιση. Σήμερα όμως παρατηρώ ότι η κυβέρνηση δε θέλει να σεβαστεί αυτόν τον νόμο.Κύρια δεν θέλει να σεβαστεί τη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης από τον κρατικό προϋπολογισμό. Είναι ενδεικτικό ότι δεν έχουν αναγραφεί τα αντίστοιχα κονδύλια στον κρατικό προϋπολογισμό που κατατέθηκε, ούτε διακρίνεται πρόθεση να υλοποιηθεί ο 3029/02 σε ότι αφορά στη δημιουργία ενός ενιαίου επικουρικού ταμείου για όλους τους τραπεζοϋπαλλήλους. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι η κυβέρνηση αρνείται να συγκρουστεί με την παραοικονομία. Σύμφωνα με οικονομικά στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου, τα ασφαλιστικά ταμεία χάνουν 3 δισ. το χρόνο από την εισφοροδιαφυγή. Επίσης, με βάση επίσημα στοιχεία 2 δισ. ευρώ είναι εκείνα που χρωστούν επιχειρήσεις στο ΙΚΑ. Το ενδιαφέρον είναι ότι η κυβέρνηση, με σχέδιο νόμου, το οποίο ήδη κατέθεσε στη Βουλή, θέλει να ρυθμίσει αυτές τις οφειλές, απαλλάσσοντας μια σειρά επιχειρήσεις από τις υποχρεώσεις τους έναντι του ΙΚΑ. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι η μη υλοποίηση του νόμου 3029/02 για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης, θα δημιουργήσει ένα μείζον πρόβλημα. Το πρόβλημα αυτό διογκώνεται από τα υψηλά ποσοστά της ανεργίας, της μαύρης εργασίας και από τις δημογραφικές εξελίξεις (έχουμε πάνω από το 25% συνταξιούχους). Δικαιολογείται λοιπόν να υποθέσει κανείς, ότι στόχος της Κυβέρνησης είναι ν’ αφήσει ακριβώς να δημιουργηθεί αδιέξοδο, προκειμένου να ισχυριστεί ότι το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, άρα πρέπει να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί. Υποκρύπτει δηλαδή η ακινησία αυτή πολιτικές, οι οποίες φαίνεται ότι θα αποβούν σε βάρος των ασφαλισμένων, είτε με μειώσεις των ασφαλιστικών παροχών, είτε με αυξήσεις των ορίων ηλικίας.
Οι τελευταίες επισημάνσεις μας οδηγούν στο ευρύτερο θέμα της ανάπτυξης και της εργασιακής πραγματικότητας. Ποιά είναι η εικόνα σας γι’ αυτήν και τις προοπτικές της στην Ελλάδα σήμερα; Φαίνεται ότι η κυβέρνηση δεν έχει αναπτυξιακή στρατηγική. Στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε και ψηφίστηκε στη βουλή, είναι εμφανής η απουσία της. Ενώ υπήρξε μια πολύμηνη καθυστέρηση για την κατάθεση του αναπτυξιακού νομοσχεδίου και ενώ το χαρακτήρισε «επιθετικό», τονίζοντας ότι θα συμβάλλει στη δημιουργία μιας «άνοιξης της επιχειρηματικότητας, και μιας ανάπτυξης παντού και για όλους με ανταγωνιστικότητα και κοινωνική δικαιοσύνη», δυστυχώς τίποτα απ’ όλα αυτά δεν υλοποιείται. Δεν ξεκαθαρίζεται ποιά αναπτυξιακή στρατηγική ακολουθούμε, ποιές είναι οι προτεραιότητες, πώς προωθούμε την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη, εάν έχουμε σχέδιο και προτεραιότητες κατά κλάδο και περιοχή όπως και ποιες είναι για την Κυβέρνηση οι περιβόητες «επενδύσεις αιχμής». Ταυτόχρονα η Κυβέρνηση αποσύνδεσε την παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις από τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Είναι αξιοσημείωτο ότι με τον προηγούμενο νόμο δημιουργήθηκαν στην τριετία 22.344 νέες θέσεις εργασίας. Αριθμός διόλου ευκαταφρόνητος…. Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η κυβέρνηση έκανε κριτική στο ΠΑΣΟΚ τα προηγούμενα χρόνια ότι ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν μόνο 4%, η ανάπτυξη σήμερα είναι πολύ χαμηλότερη, ενώ ταυτόχρονα το δημόσιο χρέος και τα δημοσιονομικά ελλείμματα της χώρας διογκώνονται. Όλες αυτές οι εξελίξεις εντείνουν τη μάστιγα της ανεργίας, η οποία ξεπέρασε τα μονοψήφια νούμερα και αποτελεί κορυφαίο πρόβλημα, σήμερα και στο μέλλον. Η κατάσταση αυτή επηρεάζει σαφώς και τις εργασιακές σχέσεις…Ασφαλώς. Μίλησα πριν για μαύρη εργασία και για ανασφάλιστους εργαζόμενους. Είναι γεγονός ότι η εργατική νομοθεσία και οι ΣΣΕ δεν τηρούνται. Παραβιάζονται ασύστολα από τους εργοδότες, ενώ έχουν ατονήσει και οι όποιοι έλεγχοι γίνονταν μέχρι σήμερα. Οι ελαστικότητες των εργασιακών σχέσεων είναι ανεξέλεγκτες και η Κυβέρνηση ετοιμάζει σχέδια για την παραπέρα απορύθμισή τους. Ας έρθουμε τώρα στο άμεσα συνδεόμενο με τα παραπάνω ζήτημα του πραγματικού εισοδήματος. Ποιές είναι οι απειλές που κρίνετε ότι αυτό δέχεται και ποιές είναι οι δυνατότητες των Ελλήνων να καλύψουν με σχετική άνεση τις άμεσες μελλοντικές ανάγκες τους; Θέλω να σημειώσω ότι και εδώ υπάρχει αναντιστοιχία λόγων και έργων. Η Κυβέρνηση δήλωνε όχι μόνο προεκλογικά αλλά και στις προγραμματικές της δηλώσεις ότι θα οδηγήσει τη χώρα στην πραγματική σύγκλιση. Ο Πρωθυπουργός είχε δεσμευτεί, ότι μέσα στα επόμενα οκτώ χρόνια, το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα θα ταυτιστεί με εκείνο του μέσου Ευρωπαίου. Όμως μέχρι τώρα κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει.. Στα πλαίσια της πολιτικής που ακολουθείται, φαίνεται ότι οι πλούσιοι θα γίνουν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Φέτος στον προϋπολογισμό υπάρχει πρόβλεψη για πληθωρισμό 2,9% (είναι σίγουρο ότι θα είναι πολύ πιο πάνω, με βάση την ακρίβεια και τις ανατιμήσεις που υπάρχουν) και αυξήσεις μόλις 3,2%. Δηλαδή, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ο πληθωρισμός θα κυμανθεί στο 2,9%, οι πραγματικές αυξήσεις δε θα ξεπερνούν το 0,3%. Τη ίδια στιγμή, μέσα από το φορολογικό νομοσχέδιο που ψηφίστηκε, αντί να μειωθούν οι έμμεσοι φόροι, που πλήττουν τα πλατιά λαϊκά στρώματα και να αυξηθούν οι άμεσοι για τους οικονομικά ισχυρούς, έχουμε αύξηση των έμμεσων φόρων σε μια σειρά από είδη και υπηρεσίες ευρείας κατανάλωση, π.χ. στα τέλη κυκλοφορίας, στα τσιγάρα, στα ποτά κτλ, αλλά και πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση από άμεσους φόρους για τα περισσότερα εισοδήματα.. Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό εισόδημα των μισθωτών, συνταξιούχων και των λαϊκών τάξεων συνολικότερα, αντί να αυξηθεί, θα μειωθεί. Αυτά, συνοδεύονται και από μια σειρά άλλων προβλημάτων, όπως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο αγροτικός τομέας με τις μειωμένες τιμές των αγροτικών προϊόντων. Αυτή τη στιγμή ο αγρότης αντιμετωπίζει από τη μια μείωση των τιμών στο 50% σε σχέση με πέρυσι και από την άλλη, πολύ υψηλό καλλιεργητικό κόστος. Άρα, έχουμε να κάνουμε με μια πολιτική, η οποία πλήττει όλα τα λαϊκά στρώματα. Και εδώ ακριβώς έγκειται η αναντιστοιχία:Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κέρδισε τις εκλογές, έχοντας κάνει σημαία της την ενίσχυση των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων, κάνοντας κριτική στο ΠΑΣΟΚ ότι αγνόησε τις τάξεις και τα στρώματα που είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Η ίδια όχι μόνο δεν τα στηρίζει, αλλά τα οδηγεί σε απόγνωση.
Πως βλέπετε την πρόταση της Κυβέρνησης για την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Θα επηρεάσει ή όχι τις συνολικότερες πολιτικές εξελίξεις μέσα από τη δημιουργία ενός συναινετικού κλίματος; Η υποψηφιότητα του κ. Κάρολου Παπούλια είναι μια άριστη υποψηφιότητα, με τα χαρακτηριστικά που το ΠΑΣΟΚ είχε άλλωστε προτείνει. Είναι ενταγμένη στο πνεύμα του Συντάγματος, που επιτάσσει τη μέγιστη συνεννόηση για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα. Συνεννόηση που το ΠΑΣΟΚ επανειλημμένα έκανε πράξη σε επιλογές του για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο κ. Κάρολος Παπούλιας υπήρξε στενός συνεργάτης του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου και είναι πρόσωπο, με βαθιά γνώση της διεθνούς πραγματικότητας, με μεγάλες κοινωνικές ευαισθησίες, άνθρωπος που γνωρίζει να συνθέτει και να ενώνει. Η επιβαλλόμενη συναίνεση στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν έχει καμιά σχέση με τη στάση του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην ακολουθούμενη Κυβερνητική Πολιτική. Οι μέχρι σήμερα επιλογές της Κυβέρνησης στα θέματα της ακρίβειας , της ανεργίας , της εισοδηματικής πολιτικής, της αγροτικής πολιτικής, της περιφερειακής ανάπτυξης κτλ, εντείνουν τα προβλήματα και δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για οποιαδήποτε συναίνεση. |