Δημήτρης Κουσελάς Δημήτρης Κουσελάς

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Άρθρα / Ομιλίες / Συνεντεύξεις

ΘΕΜΑ [Συνέντευξη] Συνέντευξη : στο Περιοδικό "ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΤΟΜΕΑΣ"
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ 1/9/2005
Περιοδικό "ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΤΟΜΕΑΣ"  ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2005

Αντιλαϊκές επιλογές με πρόσχημα την ανταγωνιστικότητα

Ο βουλευτής Μεσσηνίας του ΠΑΣΟΚ, Δημ. Κουσελάς
αναλύει και σχολιάζει στο «Δημόσιο Τομέα»
την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης

Οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες περί αλλαγών στο χρόνο εργασίας, στο ασφαλιστικό σύστημα, κτλ., έχουν θέσει την εθνική οικονομία και κατ΄ επέκταση την καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών σε περίοδο αναστάτωσης και ανατροπών. Ποιοι είναι οι στόχοι αυτών των πρωτοβουλιών, ποια συμφέροντα εξυπηρετούν και κυρίως ποιες επιπτώσεις έχουν για τους Έλληνες εργαζομένους, την εθνική οικονομία και τα προβλήματα που την απασχολούν;

Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Δημήτρης Κουσελάς διερευνά τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, προβαίνοντας ταυτόχρονα σε πολύ ενδιαφέρουσες, καίριες και τεκμηριωμένες επισημάνσεις.

1. Τα κυβερνητικά σχέδια περί αλλαγής του τρόπου διαχείρισης του χρόνου εργασίας κυριάρχησαν στην επικαιρότητα των προηγούμενων μηνών. Ποια είναι η θέση σας σχετικά με αυτές τις αλλαγές;

Ο κ. Καραμανλής και η Κυβέρνησή του έδειξαν ακόμα μια φορά πως γνωρίζουν πως να είναι χρήσιμοι μόνο για τους λίγους και ισχυρούς και αυτό σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού μας, των εργαζόμενων, των ανέργων και των οικονομικά ασθενέστερων.

Στο στόχαστρο των επιλογών τους είναι και η διάρκεια του χρόνου εργασίας και η αμοιβή της εργασίας σε απόλυτα μεγέθη, που ελήφθησαν αυθαίρετα ως αποκλειστικοί ανασταλτικοί παράγοντες για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.

‘Ετσι, για την Κυβέρνηση μόνοι υπεύθυνοι για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, η οποία επιδεινώνεται συνεχώς με τη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, είναι οι εργαζόμενοι. Ούτε λόγος για τις σοβαρές ευθύνες των επιχειρήσεων για την επανεπένδυση των συνεχώς αυξανόμενων κερδών τους, την ανάπτυξη σύγχρονης και επαρκούς επιχειρηματικότητας, για την ενσωμάτωση και αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, τη σωστή οργάνωση της παραγωγής. την επαρκή εκπαίδευση και κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, την τυποποίηση και τη δημιουργία επώνυμων προϊόντων ποιότητας, τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.

Ο προηγούμενος νόμος για τις υπερωρίες και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας (Ν.2874/90) είχε στο επίκεντρό του τη μείωση της ανεργίας και τη στήριξη του εργατικού εισοδήματος, καθιστώντας ακριβές και ελεγχόμενες τις υπερωρίες, ώστε οι επιχειρήσεις να έχουν κίνητρο να προσλαμβάνουν εργαζόμενους. ‘Οσο για τη διευθέτηση, αυτή είχε οφέλη και για τις δυο πλευρές, με μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας για τους εργαζόμενους. Σε κάθε περίπτωση ήταν αντικείμενο ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, όχι μονομερών αποφάσεων του εργοδότη.

Ο νέος νόμος εισάγει ρυθμίσεις που διαλύουν την οικογένεια, οδηγούν την εργαζόμενη γυναίκα, ή να μην δουλεύει ή να μην κάνει παιδιά, μας οδηγούν σε μια κοινωνία που οι εργαζόμενοι ζουν και υπάρχουν μόνο για να δουλεύουν και μάλιστα άνευ όρων και άνευ ορίων!

Η Κυβέρνηση χαρίζει δις ευρώ στους εργοδότες, χωρίς καμιά υποχρέωση ή αντάλλαγμα εκ μέρους τους, κι αυτό συντελείται σε βάρος εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων για τους οποίους αυξάνεται ο χρόνος εργασίας, καταργείται, ουσιαστικά, το οκτάωρο, μειώνονται οι αποδοχές και οι συντάξεις τους κατά 15% τουλάχιστον.

Με την κατάργηση της παράνομης υπερωρίας και την αντικατάστασή της με τον πρωτοφανή όρο της «κατ’ εξαίρεση», η Κυβέρνηση νομιμοποιεί την εργοδοτική αυθαιρεσία και δίνει «πράσινο φως» στους εργοδότες για ακόμα περισσότερες απλήρωτες υπερωρίες.

Και όχι μόνον αυτό. Με την επαναφορά της παγκόσμιας πρωτοτυπίας της υπερεργασίας, της κρατικά ελεγχόμενης υποχρεωτικής διαιτησίας για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, με την αντικατάσταση, τέλος, της συλλογικής διαπραγμάτευσης από τη «διαβούλευση» και την εκβιαστική «συλλογή υπογραφών» εργαζομένων από τον εργοδότη, διαλύει κάθε έννοια συμφωνημένου ωραρίου εργασίας, ανοίγει ουσιαστικά το δρόμο για κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συνδικάτων.

Εν ολίγοις, με τις «αλλαγές» αυτές η Κυβέρνηση δείχνει ακόμα μια φορά το αντικοινωνικό της πρόσωπο, ένα πρόσωπο κοινωνικά άδικο, αυθαίρετο και αυταρχικό, που μας γυρίζει πολλά χρόνια πίσω, στους νεοφιλελεύθερους πειραματισμούς των Κυβερνήσεων Μητσοτάκη.

2. Από το ευρύ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της Κυβέρνησης δεν εξαιρέθηκαν ούτε οι ΔΕΚΟ και δη οι εργαζόμενοι σε αυτές. Πως σχολιάζετε αυτές τις σχεδιαζόμενες αλλαγές;

‘Όπως είπα και προηγούμενα, η Κυβέρνηση εγκαταλείποντας και την «ήπια προσαρμογή» και το «κεντρώο» προφίλ που προεκλογικά ενδύθηκε, έρχεται σήμερα να εφαρμόσει μια καθαρά νεοφιλελεύθερη πολιτική. Κακώς βέβαια μιλάμε για μεταρρυθμίσεις, εκτός πια και αν οι λέξεις έχουν χάσει πλέον το νόημά τους, γιατί η Κυβέρνηση δεν προτείνει ένα συγκροτημένο μεταρρυθμιστικό σχέδιο με σκοπό να διαμορφώσει καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες, να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, να φέρει ανάπτυξη και κοινωνική πρόοδο στον τόπο .

Οι πραγματικοί της στόχοι είναι αφ’ ενός η επιβολή ενός νέου εργασιακού και ασφαλιστικού μοντέλου, βασισμένου στη φτηνή εργασία, στις εργασιακές σχέσεις «πολλών ταχυτήτων», στη γενικότερη αποδιάρθρωση και απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων με συνεχή σύγκλιση προς τα κάτω, αφ’ ετέρου η εκποίηση δημοσίων επιχειρήσεων και Οργανισμών και η παράδοσή τους σε επιχειρηματικά συμφέροντα, που πιθανώς έχουν ήδη παραγγείλει αυτές τις αλλαγές.

3. Κάθε επιχειρούμενη μεταρρύθμιση γίνεται με αφορμή τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής Οικονομίας, η οποία λέγεται ότι εμποδίζεται από το υψηλό εργατικό κόστος. Συμφωνείτε με αυτή την άποψη; Είναι εφικτή η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας χωρίς τη μείωση του εργατικού κόστους;

Σωστά είπατε «με αφορμή». Η Κυβέρνηση χρησιμοποιεί τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ως πρόσχημα για την επιβολή των αντιλαϊκών της επιλογών. Είπα και πριν, ότι αποσιωπώνται από την Κυβέρνηση κρίσιμοι παράγοντες της ανταγωνιστικότητας, που ανήκουν στην ευθύνη του παράγοντα «επιχειρηματικότητα». Σ’ αυτούς, όχι μόνο δεν παρεμβαίνει, αντίθετα επιδίδεται στο να χαϊδεύει τα αυτιά και να ανοίγει τις ορέξεις των πιο οπισθοδρομικών κομματιών της εγχώριας επιχειρηματικότητας.

Σαφώς και δεν συμφωνώ με τις απόψεις που θέλουν το εργατικό κόστος υπεύθυνο για τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας. ‘Εχει άλλωστε δειχθεί και από διεθνείς μελέτες ότι το κόστος εργασίας στη χώρα μας είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, ότι η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται πολύ ταχύτερα από τους μισθούς και, επί πλέον, ότι δεν έχουμε κανένα περιθώριο ως χώρα να στηριχθούμε σε ανταγωνιστικότητα «χαμηλού κόστους εργασίας», με συμπίεση μισθών και υποβάθμιση των όρων εργασίας. Εκτός κι αν η Κυβέρνηση οραματίζεται (τι απέγινε άραγε η υπόσχεση για πραγματική σύγκλιση;) να επιβάλει μισθούς και συνθήκες εργασίας Κίνας, για να έχουμε ως χώρα την τύχη των αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους!

Πρέπει αντίθετα να στηριχθούμε στην «έξυπνη» ανταγωνιστικότητα, στην ανταγωνιστικότητα της καινοτομίας, της ποιότητας και των επώνυμων προϊόντων. Και αυτό σημαίνει διαζύγιο με την επιχειρηματικότητα της αρπαχτής, της κερδοσκοπίας, της ευνοιοκρατίας και των χωρίς αντάλλαγμα παροχών της Κυβέρνησης σε λίγους και ισχυρούς.

4. Οι αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα των τραπεζοϋπαλλήλων έγιναν αιτία για μια από τις μεγαλύτερες απεργιακές κινητοποιήσεις που συγκλόνισαν όχι μόνο τον τραπεζικό κλάδο, αλλά και το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Πως κρίνετε αυτές τις αλλαγές;

Οι αλλαγές στις οποίες αναφέρεσθε δεν έχουν καμιά σχέση με τις μεταρρυθμίσεις και τις τομές που χρειάζεται η χώρα μας. Πρόκειται για διευθετήσεις οικονομικών συμφερόντων, μέσα από την απορύθμιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων και των εργασιακών σχέσεων. Απώτερος στόχος τους είναι να προσφέρουν συγκεκριμένες επιχειρήσεις, όπως την Εμπορική Τράπεζα, σε «συσκευασία δώρου» προς εκποίηση.

Το κόστος όμως των γενναιόδωρων παροχών της Κυβέρνησης στους κατά τα άλλα κερδοφόρους Τραπεζίτες το πληρώνουν αφ’ ενός το κοινωνικό σύνολο, μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό, αφ’ ετέρου οι εργαζόμενοι, μέσα από την αφαίρεση θεμελιωδών δικαιωμάτων τους και βέβαια οι συνταξιούχοι του ΙΚΑ, μέσα από τη γενικότερη ανατροπή της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, που επιφέρουν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις. Με βάση πρόσφατη μελέτη της ΓΣΕΕ, το πρόσθετο οργανικό έλλειμμα που δημιουργείται κατ΄ έτος από αυτές στο ΙΚΑ, φθάνει τα 234.000.000 €!

‘Οσο για την ένταξη των επικουρικών ταμείων στο ΕΤΑΤ, η ρύθμιση αυτή παραβιάζει ευθέως τα άρθρα 5, 12 & 22 του Συντάγματος και μια σειρά από Διεθνείς συμβάσεις που έχει κυρώσει η χώρα μας , ενω είναι γνωστό πως η αυτονομία των επικουρικών Ταμείων έχει αναγνωριστεί από δεκάδες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου.

Η ένταξη αυτή καμιά σχέση δεν έχει με τα όσα πρόβλεπε ο ν.3029/2002 και με όσα διεκδικούσε η ΟΤΟΕ. Στην πραγματικότητα, η Κυβέρνηση δημιουργεί ένα ταμείο εκ γενετής νεκρό, χωρίς εισφορές, χωρίς αναλογιστική μελέτη, ένα ταμείο διαμεσολαβητικό-διαχειριστικό, ένα ταμείο μιας χρήσης. Και σ’ αυτή την περίπτωση, ο λογαριασμός (4,3 δις ευρώ) δεν στέλνεται στις Τράπεζες, αλλά στο ΙΚΑ και στον φορολογούμενο πολίτη.

Εν ολίγοις, οι αλλαγές αυτές δεν είναι μόνο «στον αέρα», αλλά αποδεικνύονται και σκανδαλωδώς χαριστικές προς τις Τράπεζες, στις οποίες ουσιαστικά χαρίζεται ένα ολόκληρο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης!

Αν έτσι λογαριάζει η Κυβέρνηση να χειριστεί και τις προσεχείς «πρωτοβουλίες» της στο Ασφαλιστικό, είναι σίγουρο πως τίποτα καλό δεν έχουν να περιμένουν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι από αυτήν, τις «μεταρρυθμίσεις» και τις «αλλαγές» της!

5. Σε λίγες μέρες θα κατατεθεί στη Βουλή ο νέος Προϋπολογισμός. Υπάρχει κάποια πρόβλεψη για τα βασικά χαρακτηριστικά του; Ποιές είναι οι ανάγκες στις οποίες θα πρέπει να δώσει έμφαση;

‘Οπως τα κατάφερε η Κυβέρνηση με τη μισαλλόδοξη και αυθαίρετη δημοσιονομική της «απογραφή», αλλά και με την αναποτελεσματική δημοσιονομική της διαχείριση τους 18 μήνες που κυβερνά, πολύ φοβάμαι πως έχει πέσει στην παγίδα της Πορτογαλίας – ήδη η Ε.Ε. αμφισβήτησε τα δεδομένα για το έλλειμμα του 2004, κάτι που προαναγγέλλει ακόμα πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική για το 2006 και θέτει εν αμφιβόλω την αξιοπιστία οποιουδήποτε Προϋπολογισμού παρουσιάσει η Κυβέρνηση.

Αυτό, σε συνδυασμό με τα όσα ήδη εξήγγειλε στο Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων (λιτότητα διαρκείας και μετά το 2007), σημαίνει ότι θα έχουμε και πάλι ένα Προϋπολογισμό χαμηλής αξιοπιστίας και ακόμα χαμηλότερων αναπτυξιακών και κοινωνικών επιδόσεων. ‘Ένα Προϋπολογισμό με αυξήσεις λιτότητας στους μισθούς και αυξήσεις δήθεν διπλάσιες του (επίσημου...) πληθωρισμού, δηλαδή ίδιες με πέρυσι στις συντάξεις. Αυξήσεις- «υποφιλοδωρήματα», μήπως και ξεχαστούν οι πολλαπλάσιες αυξήσεις στο ΕΚΑΣ και στις συντάξεις ΟΓΑ που προεκλογικά υποσχέθηκε η Ν.Δ. Βεβαίως, δεν περιμένω να περιέχει ο Προϋπολογισμός προβλέψεις για τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας και γενικότερη ελάφρυνση των φορολογικών βαρών για την πλειοψηφία των πολιτών, ούτε τη χορήγηση επιδόματος καυσίμων στους οικονομικά ασθενέστερους, όπως είχαν επανειλημμένα πράξει –και μάλιστα για πολύ χαμηλότερες τιμές καυσίμων- οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.

Αναμενόμενα είναι το «ψαλίδι» στο ήδη συρρικνωμένο, σε σχέση με το παρελθόν, Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, με σοβαρές «παράπλευρες απώλειες» στην πορεία του ΚΠΣ, στα έργα υποδομών, στην περιφερειακή και στη γενικότερη ανάπτυξη της χώρας μας. Επίσης, σοβαρότατες περικοπές στις αγροτικές επιδοτήσεις, καθώς και ανεπαρκείς αυξήσεις στις δαπάνες για την Παιδεία, την Έρευνα, την Υγεία και τις κοινωνικές υποδομές. Προφανώς η Κυβέρνηση ξέχασε το «νοικοκύρεμα» και την εξοικονόμηση πόρων που προεκλογικά υποσχέθηκε – έτσι διαχειρίζεται τους δημόσιους πόρους σε βάρος των συνήθων θυμάτων της: των οικονομικά ασθενέστερων, της ανάπτυξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της συνοχής.

Περισσότερα θα μπορούμε να πούμε όταν κατατεθεί το Σχέδιο Προϋπολογισμού στη Βουλή.

Αντίθετα πάντως με τα όσα αναμένεται να περιέχει ο Προϋπολογισμός, αντί να χρηματοδοτώ την επανίδρυση και τη διόγκωση του κομματικού-πελατειακού κράτους, κάτι που καθώς φαίνεται απασχολεί κατά προτεραιότητα το κυβερνόν κόμμα, εγω θα έδινα απόλυτη προτεραιότητα στις δαπάνες για τις δημόσιες επενδύσεις, στις δαπάνες για την Παιδεία, την Υγεία, την ‘Ερευνα, στις δαπάνες αγροτικής και παραγωγικής ανάπτυξης, καθώς και στις δαπάνες στήριξης των οικονομικά ασθενέστερων, με ουσιαστικές αυξήσεις στις συντάξεις και στο ΕΚΑΣ, με διασφάλιση και βελτίωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, αλλά και με τη χορήγηση επιδόματος καυσίμων, σύμφωνα και με την πρόταση νόμου που κατέθεσε πρόσφατα το ΠΑΣΟΚ.